Το δις εξαμαρτείν του Αντώνη Σαμαρά και το μέλλον της ΝΔ
Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Για πολλούς, ο Αντώνης Σαμαράς είναι ένας από τους σπουδαίους πολιτικούς άνδρες της μεταπολίτευσης. Όμως, σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές έδειξε να προτάσσει προσωπικές ιδεολογικές και πολιτικές εμμονές και προσωπικές φιλοδοξίες, έναντι του συμφέροντος της κεντροδεξιάς παράταξης και της χώρας. Για δεύτερη φορά προσπάθησε να ναρκοθετήσει μια κυβέρνηση της ΝΔ, μόνο που σήμερα η πολιτική κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από το 1992, όπως εντελώς διαφορετική είναι και η θέση του ιδίου του Α. Σαμαρά στο πολιτικό στερέωμα.
Ίσως μόνο ο ίδιος ο Α. Σαμαράς γνωρίζει τι ακριβώς επιδίωκε με την άκρως προκλητική συνέντευξη που παραχώρησε σε κυριακάτικη εφημερίδα και η οποία οδήγησε στη διαγραφή του. Πιθανόν να πίστευε ότι και σε αυτή την περίπτωση ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα εφάρμοζε τον γνωστό κανόνα περί της ελευθερίας των πρώην πρωθυπουργών να διατυπώνουν τις απόψεις τους και ότι η συνέντευξή του θα γινόταν σημείο αναφοράς για να ενταθεί η κριτική και η αμφισβήτηση κυρίως για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης και δη στα ελληνοτουρκικά.
Ενδεχομένως να αντιλαμβανόταν ότι τα όσα δήλωσε θα οδηγούσαν στη διαγραφή του, ως έσχατο μέτρο προστασίας της κυβέρνησης και του κόμματος. Και να μην τον ενοχλούσε αυτό το σενάριο, εάν ήδη είχε αποφασίσει ότι η θέση του δεν βρίσκεται στο κόμμα της ΝΔ, αλλά να έχει αποφασίσει να υποστηρίξει κάποιο υπαρκτό ή σχεδιαζόμενο σχήμα στο χώρο της άκρας δεξιάς.
Σε προηγούμενο άρθρο μας, είχαμε αναφερθεί στον πόλεμο που δέχεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε πολιτικό και επιχειρηματικό επίπεδο και τονίζαμε ότι «αρχίζουν να ακούγονται προειδοποιήσεις που στρώνουν το έδαφος για μελλοντικές επιθέσεις στην κυβέρνηση, σε ό,τι αφορά την πολιτική της στα εθνικά θέματα». Ο κ. Σαμαράς, με όλο το βάρος ενός πρώην πρωθυπουργού, αρχηγού του κόμματος και υπουργού Εξωτερικών έκανε την πιο σφοδρή -και πλέον άδικη- έως τώρα επίθεση στην πολιτική της κυβέρνησης, αφήνοντας να αιωρείται η κατηγορία περί μειοδοσίας.
Ξεχνώντας ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δύο φορές ύψωσε το ανάστημά του έναντι των μεθοδεύσεων της Άγκυρας, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά το οργανωμένο σχέδιο να πλημμυρίσουν τα βόρεια σύνορα της χώρας με μετανάστες, αλλά και στέλνοντας, το καλοκαίρι του 2020, τη φρεγάτα Λήμνος για να δώσει αποφασιστική απάντηση στις κινήσεις της Τουρκίας με το ερευνητικό σκάφος Ορούτς Ρέις σε περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Αφήνοντας να αιωρούνται υπόνοιες περί προδοσίας της χώρας, δήθεν με την επίδειξη ενδοτισμού σε κάποια μελλοντική διαπραγμάτευση, ο Α. Σαμαράς εκτέθηκε ανεπανόρθωτα στον κόσμο της ΝΔ και σε κάθε καλόπιστο παρατηρητή, που βλέπει πολύ καθαρά ότι το άνοιγμα ενός διαλόγου με την Άγκυρα μόνο οφέλη είχε ως τώρα για τη χώρα (αποφυγή εντάσεων στο Αιγαίο), χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι η Ελλάδα έκανε ή θα κάνει στο μέλλον υποχωρήσεις έναντι των πάγιων θέσεών της για τις ελληνοτουρκικές διαφορές.
Η προκλητικότητα της κριτικής που διατύπωσε ο κ. Σαμαράς πιθανότατα θα έχει εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που πιθανόν επιδίωκε, δηλαδή να τον ακολουθήσουν στα ίδια βήματα βουλευτές και στελέχη του κόμματος, ώστε να αρχίσει μια γενικευμένη αμφισβήτηση της κυβερνητικής πολιτικής, με τον ίδιο σε ρόλο υποβολέα.
Όλα δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των βουλευτών και στελεχών της ΝΔ αντιλαμβάνονται πόσο ακραία και άδικη είναι αυτή η κριτική και καταλαβαίνουν ότι πλέον δεν θα γίνεται ανεκτή από την ηγεσία. Αν ο κ. Σαμαράς επιδίωξε ένα διχασμό της ΝΔ, αυτό που τελικά θα λάβει ίσως είναι μεγαλύτερη συσπείρωση γύρω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνηση.
Το 2024 δεν είναι 1992
Δυστυχώς για τον Αντώνη Σαμαρά, το 2024 δεν είναι 1992. Ούτε μεγάλο θέμα από το μηδέν θα μπορέσει να δημιουργήσει, όπως έκανε με το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων, το οποίο χειρίσθηκε σε αρχικό στάδιο ως υπουργός Εξωτερικών. Ούτε τη σταθερότητα της κυβέρνησης μπορεί να απειλήσει με αποχωρήσεις βουλευτών. Ούτε καν βρίσκεται ο ίδιος σήμερα σε θέση να κάνει ένα νέο πολιτικό ξεκίνημα, όπως είχε κάνει με την ίδρυση της Πολιτικής Άνοιξης, που πάντως δεν μακροημέρευσε, ούτε και πήρε ποτέ κεντρική θέση στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Αν και οι ικανότητες του Α. Σαμαρά αναγνωρίζονται από πολλούς, φαίνεται ότι σε κρίσιμες στιγμές αυτό που τον καθοδηγεί δεν είναι η ψύχραιμη και ορθολογική ανάγνωση των εξελίξεων και η διάθεση να πράξει το καλύτερο για την παράταξη και τη χώρα, αλλά οι προσωπικές του ιδεολογικές εμμονές και η άκρατη φιλοδοξία του, όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο.
Δυστυχώς, το είδαμε να συμβαίνει όταν αμφισβήτησε τις πολιτικές θέσεις και χειρισμούς του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, δημιουργώντας ένα θέμα που ταλαιπώρησε για πολλά χρόνια την ελληνική εξωτερική πολιτική και έγινε «βαρίδι» που το κουβαλούσαν όλες οι μεταγενέστερες κυβερνήσεις. Εξαιτίας του Α. Σαμαρά, η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία να δοθεί λύση με ένα εθνικό προσδιορισμό (Σλαβομακεδονία του «πακέτου» Πινιέιρο) και καταλήξαμε στην πολύ χειρότερη λύση της Βόρειας Μακεδονίας.
Κινήθηκε με αυτόν τον τρόπο επειδή πραγματικά πίστευε ότι το όνομα του κράτους των Σκοπίων ήταν ένα κορυφαίο θέμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής; Κινήθηκε με αυτόν τον τρόπο επειδή είδε μια σπάνια ευκαιρία να δώσει ώθηση στην πολιτική του καριέρα; Απαντήσεις ίσως δώσει ο ιστορικός του μέλλοντος, πάντως βέβαιο είναι ότι ο Α. Σαμαράς δημιούργησε εκ του μη όντος ένα μεγάλο πρόβλημα για την εξωτερική πολιτική, ενώ ο ίδιος, αντί να δώσει ώθηση στην καριέρα του, κατέληξε για χρόνια στην πολιτική έρημο, μέχρι να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία ο Κώστας Καραμανλής.
Η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας έδωσε στον Α. Σαμαρά άφεση αμαρτιών για όσα έπραξε το 1992, ανατρέποντας την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Τον αποδέχθηκε αρχικά ως αρχηγό και αργότερα ως πρωθυπουργό. Σήμερα, όμως, περιθώρια νέας άφεσης αμαρτιών δεν υπάρχουν γιατί το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Με τις πράξεις του, ο Α. Σάμαρας δεν έθεσε τον εαυτό του εκτός παράταξης, αλλά ενίσχυσε την ηγετική θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη και έδειξε ότι άλλο είναι η σοβαρή εξωτερική πολιτική και άλλο ο τσάμπα πατριωτισμός.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΜΠΑΝΗΣ
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών