Το ζεϊμπέκικο χορεύεται με την ψυχή του καθενός. Δεν έχει προκαθορισμένα βήματα, ωστόσο ο ρυθμός σου δίνει την εσωτερική ένταση για να απογειωθείς στην πίστα. Ένας μοναχικός χορός, γεμάτος νταλκάδες, που βγάζουν οι μεγάλοι έρωτες και οι μεγάλοι χωρισμοί και τραγουδήθηκαν σε ιερούς στίχους σαν αυτούς που έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Σαν θαλασσόδαρτο σκαρί
σαν βράχος ρημαγμένος
ήρθα σαν ξένος στη ζωή
και ξαναφεύγω ξένος
Θεέ μου τη δεύτερη φορά
που θα ‘ρθω για να ζήσω
όσο η καρδιά κι αν λαχταρά
δε θα ξαναγαπήσω
Ο Νίκος Μάλλιαρης, ιδρυτικό μέλος του ΠΣΑΠ και φίλος του Λευτέρη Παπαδόπουλου εξηγεί με … ποδοσφαιρική λογική γιατί στη σπουδαία βραδιά αφιερωμένη στο μεγάλο στιχουργό, σήκωσε το Παναθηναϊκό Στάδιο στο πόδι με ένα απίθανο ζεϊμπέκικο.
Πώς γίνεται σε δυο τετράστιχα να μπερδεύονται η ζωή, ο θάνατος κι ο έρωτας. Ίσως είναι η μουσική του Μάνου Λοΐζου κι η φωνή του Καζαντζίδη, που το έκαναν ένα διαχρονικό (σχεδόν πάντα) μεταμεσονύχτιο ύμνο είτε στις πίστες, είτε στις συναντήσεις των φίλων, μισό αιώνα τώρα. Ηχογραφήθηκε το 1970 και λέγεται ότι ο Καζαντζίδης, όταν τελείωσε η αρχική εγγραφή, ζήτησε από το Λοΐζο να το ξαναπεί άλλη μία. Ο συνθέτης, που φημιζόταν για την τελειομανία του και μπορούσε να περάσει όλο το 24ωρο στο στούντιο, ήταν κάθετος: “Τι άλλο να πείς ρε Στέλιο” ήταν η απάντηση του ενθουσιασμένου Μάνου…
Σε αυτό το τραγούδι, πριν από λίγες μέρες, στη μεγάλη συναυλία για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και τα ατέλειωτα τραγούδια του, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, μπροστά σε 40.000 κόσμο, σηκώθηκε να χορέψει, ένα λεβεντάνθρωπος. Μπροστά στον “πρόεδρο” όπως είναι το παρατσούκλι, εδώ και χρόνια του μεγάλου στιχουργού, αλλά και … την πρόεδρο της Δημοκρατίας Αικ.Σακελλαροπούλου, που καθόταν παραδίπλα. Εκτός των άλλων το ζεϊμπέκικο θέλει και θάρρος…
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του! Κι ο άνθρωπος που του χάρισε ένα λεβέντικο ζεϊμπέκικο ήταν ένας καλός του φίλος, ο Νίκος Μάλλιαρης. Οι δρόμοι τους ήταν πολύ δύσκολο να μη συναντηθούν, καθώς ο “πρόεδρος” ήταν και είναι, εκτός των άλλων, φανατικός ποδοσφαιρόφιλος (ένθερμος οπαδός της ΑΕΚ) και ο Μάλλιαρης ιδρυτικό μέλος του ΠΣΑΠ, του συνδικαλιστικού οργάνου των ποδοσφαιριστών, που τότε στα μέσα της δεκαετίας του 70 αποκτούσαν φωνή και μια ξεχωριστή οντότητα.
Όταν χόρευαν οι μύθοι…
“Ο Λευτέρης είναι εδώ και χρόνια φίλος. Πρόσφατα τον είχα επισκεφθεί και στο σπίτι του, με υποδέχθηκε με τη γνωστή αθυροστομία του, γελάσαμε, μιλήσαμε για λίγο και δώσαμε ραντεβού για το Στάδιο…” λέει στο NEWS 247 ο Νίκος Μάλλιαρης και προσθέτει: “Ήταν μια ωραία βραδιά, νοσταλγική, με τα τραγούδια του Λευτέρη ένα κι ένα. Κάπου, όμως, ένιωσα ότι ίσως και ο ίδιος θα είχε αρχίσει να κουράζεται. Ξέρετε δεν είναι από εκείνους τους καθωσπρέπει που βολεύονται σε μια καρέκλα. Κάπως έτσι σηκώθηκα να χορέψω. Μόλις με είδε, άστραψε το βλέμμα του.
Σα να ήθελε να έρθει δίπλα μου κι αυτός, σα να τον είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα. Του άρεσε πάρα πολύ, αλλά στην ουσία δεν έκανα παρά αυτό που πάντα έλεγε στους ποδοσφαιριστές: Εσείς ρε χορεύετε κάθε Κυριακή, μπροστά σε χιλιάδες κόσμο. Θέλω να σηκώνεστε, να τραγουδάτε αν μπορείτε και να χορεύετε, είστε κομμάτι των τραγουδιών…”
O Μάλλιαρης θυμήθηκε την ιστορική συνάντηση των παλαίμαχων ποδοσφαιριστών με τον Μίκη Θεοδωράκη στο ξενοδοχείο Χίλτον. Τότε, που ο αείμνηστος συνθέτης συνομιλούσε με τα ινδάλματα της νιότης του και έλεγε το περίφημο “κόμματα μπορεί να αλλάξουμε, την ομάδα μας ποτέ”. Ήταν παρών και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος που “είχε έρθει μαζί με τον Γιώργο Λιάνη και έζησε όλη τη βραδιά από κοντά. Στο τέλος πήρε το μικρόφωνο κι άρχισε να τραγουδά κι αυτός. Προσκαλούσε το μεγάλο Μιχάλη Υφαντή να χορέψει ζεϊμπέκικο, χειροκροτούσε τον Στέλιο Μανωλά και όλους τους άλλους αγαπημένους του ήρωες της Κυριακής. Ένα σημαντικό κομμάτι του δικού του κόσμου, που τόσο αγάπησε στα “μάρμαρα” της Νέας Φιλαδέλφειας, αλλά και σε άλλα γήπεδα της Α Εθνικής…”
Λίγες μέρες στα “Νέα” όπου κάθε μέρα έγραφε τις περίφημες “Ματιές” αφιέρωνε όλη την στήλη του σε αυτή τη συνάντηση της τέχνης με τους καλιττέχνες της μπάλας. Να ένα απόσπασμα από την επιφυλλίδα:
“Όλα ξεκίνησαν από τον Νίκο Μάλλιαρη, βετεράνο επίσης, στο ματς Ελλάδας-Β.Ιρλανδίας που το’ χε παρακολουθήσει ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάλλιαρης πλησίασε τον συνθέτη και του πρότεινε οι παλιοί διεθνείς Έλληνες παίκτες να οργανώσουν μια “βραδιά” προς τιμήν του, για να τον γνωρίσουν από κοντα και να κουβεντιάσουν λίγο μαζί…
… Και το κέφι άρχισε από πολύ νωρίς, μόλις ακούστηκαν οι πρώτες πενιές του μπουζουκιού και ζεστάθηκε η ατμόσφαιρα πήρε ο Θεοδωράκης το μικρόφωνο και τραγούδησε, μέσα σε σε απόθέωση, το τραγούδι που αγαπάει περισσότερο απ΄όλα: Το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”.
Δεν τραγούδησε όμως μόνον ο Μίκης. Τραγούδησα κι εγώ. Και σηκώθηκαν και χόρεψαν εξαιρετικές “ζεϊμπεκιές” ο Υφαντής, ο Παπάζογλου, ο Σκευοφύλακας, ο Λινοξυλάκης, ο Μάλλιαρης, ο Σαργκάνης και μια γνωστή χορεύτρια που βρισκόταν στην παρέα. Η Ελίζα Πάλλη. Κι ανάμεσα στο χορό και το τραγούδι, πήρε ξανά ο Μίκης το μικρόφωνο και απηύθυνε έναν υπέροχο χαιρετισμό στους βετεράνους. Θυμίζοντας τους ότι υπήρξαν πραγματικοί λαϊκοί ήρωες, συγκίνησαν εκατομμύρια Ελλήνων, έστειλαν χιλιάδες παιδιά στις αλάνες και στα γήπεδα…”
Η γενιά της μεταπολεμικής Ελλάδας
Ο Μάλλιαρης που διατήρησε και με τον Μίκη μια βαθιά προσωπική φιλία θα τονίσει: “Ο Μίκης πρώτα, αλλά και ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος, έκαναν πράξη όσα η επίσημη αριστερά και η υποτιθέμενη διαννόηση σχεδόν απεχθάνονταν. Πλησίασαν τους ανθρώπους του ποδοσφαίρου, ξέροντας ότι έτσι αγγίζουν τα λαϊκά στρώματα, αλλά και έβρισκαν τη δική τους βασανισμένη γενιά, με τα ίδια βιώματα και βάσανα.
Αυτοί οι απλοί άνθρωποι, όπως ήταν οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές εκείνης της εποχής, συγκινούσαν τις μάζες με τη δική τους τέχνη. Αργότερα, ο Θεοδωράκης βρήκε τα γήπεδα για να μεγαλουργήσει με τη μουσική του, να τραγουδήσει ο λαός τους ποιητές. Και ο Παπαδόπουλος, με την δική του στιχουργική, μιλούσε για τα πάθη, τους έρωτες και τα οράματα της Ελλάδας, που μεγάλωνε με τις πληγές του εμφυλίου…”
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που αγάπησαν το ποδόσφαιρο; “Όχι” θα απαντήσει ο … χορευτής του Καλλιμάρμαρου, εξηγώντας: “Ο Λευτέρης έτσι κι αλλιώς ασχολήθηκε με την μπάλα και σαν δημοσιογράφος, μη ξεχνάμε ότι ξεκίνησε να γράφει στο ΦΩΣ των Σπορ και μετά στην Ομάδα.
Ο Μίκης ήταν φίλαθλος, του άρεσε το ποδόσφαιρο, αγαπούσε τον Ολυμπιακό και σε αντίθεση με την αριστερά που μιλούσε για το όπιο του λαού, τον αποπροσανατολισμό των μαζών και λοιπές γραφικότητες, συνειδητοποίησε τη δύναμη του σπορ και των ανθρώπων του. Γι αυτό τους πλησίασαν. Και ήθελαν να τους βλέπουν πρωτοπόρους, να διεκδικούν, να παλεύουν, όπως έκαναν μέσω του ΠΣΑΠ στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Βρήκαν, όμως, και μια παρέα που αγαπούσε το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, μεράκλωνε με τα τραγούδια που είχαν πόνο, μεράκι και αγάπη. Είχαν όμως και ποίηση, στίχους μαγικούς και αγαπημένους. Απ’ αυτούς που τραγουδήσαμε όλοι στο Καλλιμάρμαρο. Σε αυτή την σπουδαία βραδιά για τον Λευτέρη. Πως ήταν δυνατόν, εγώ να … μείνω στη θέση μου και να μη χορέψω για χάρη του;”
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΕΡΗΣ