“Εκείνος που εγκαθιδρύει δικτατορία και δεν εξοντώνει τον Βρούτο, ή εκείνος που θεμελι- ώνει δημοκρατία και δεν εξοντώνει τους γιους του Βρούτου, δεν θα παραμείνει για πολύ στην εξουσία” Μακιαβέλλι, Λόγοι
“Άνθρωπε, άνθρωπε! Δεν ζει κανείς δίχως οίκτο”. Ντοστογιέφσκι, Έγκλημα και τιμωρία
Αρθουρ Κέσλερ: Ο Σοσιαλισμός των Τανκς
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης θα περίμενε κανείς ότι το εμβληματικό μυθιστόρημα του Αρθουρ Κέσλερ «Το μηδέν και το άπειρο» που πρωτοκυκλοφόρησε το 1941, θα έμοιαζε παρωχημένο. Ο χρόνος όμως απέδειξε αυτό που είχε πει ο Τζορτζ Στάινερ: ότι άλλαξε το πολιτικό τοπίο του μεταπολεμικού κόσμου. Γιατί ερχόταν από το μέλλον. Δεν ήταν απλώς ένα βιβλίο που παρουσίαζε με ανατριχιαστική ακρίβεια τη μετατροπή της σοσιαλιστικής ουτοπίας σε δυστοπία αλλά και ένα απαράμιλλο πολιτικό μυθιστόρημα.
Και σήμερα ακόμη ο πολιτικός σεισμός που προκάλεσε είναι αισθητός. Δεν είναι τυχαίο το ότι βρίσκεται στην όγδοη θέση των 100 κορυφαίων μυθιστορημάτων στον κατάλογο της Modern Library, ψηλότερα ακόμη και από το εξίσου διάσημο 1984 του Τζορτζ Οργουελ.
Με πρότυπο τον Μπουχάριν
Τον Μάρτιο του 1938 το σταλινικό καθεστώς προσάγει σε δίκη 21 επιφανή στελέχη των μπολσεβίκων. Ηταν η τρίτη από τις μεγάλες Δίκες της Μόσχας στις οποίες καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν πλήθος κορυφαία στελέχη του κόμματος. Το ερώτημα που προέκυψε στη Δύση ήταν: Γιατί οι άνθρωποι εκείνοι ομολόγησαν την ενοχή τους; Επειδή βασανίστηκαν; Επειδή έλαβαν εγγυήσεις ότι δεν θα εκτελεστούν; Ή θυσιάστηκαν προκειμένου να προστατέψουν τις οικογένειές τους; Οι λόγοι ήταν εντελώς διαφορετικοί – και αυτοί αναδεικνύονται στο μυθιστόρημα του Κέσλερ, ο οποίος υπήρξε κομμουνιστής ως το 1937 που διαφώνησε και αποχώρησε από το γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα.
Μετά τη δίκη του 1938 ο Κέσλερ άρχισε να γράφει το Μηδέν και το Απειρο, δημιουργώντας έναν ανεπανάληπτο χαρακτήρα, τον Νικολάι Σαλμάνοβιτς Ρουμπάσοφ, πρότυπο του οποίου κατά τον Οργουελ ήταν ο επιφανέστερος κατηγορούμενος εκείνης της δίκης, ο Νικολάι Μπουχάριν. Ωστόσο ο Κέσλερ απέδωσε στον Ρουμπάσοφ γνωρίσματα και άλλων σημαντικών στελεχών των μπολσεβίκων.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται σε μια χώρα που δεν κατονομάζεται αλλά αμέσως ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι πρόκειται για τη σταλινική ΕΣΣΔ. Ο Ρουμπάσοφ, επιφανές μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κομμουνιστικού κόμματος, συλλαμβάνεται αργά κάποιο βράδυ στο σπίτι του. Είναι μέσης ηλικίας, έχει συμμετάσχει στην επανάσταση και στο ιστορικό του περιλαμβάνεται μια περίοδος κατά την οποία ήταν κρατούμενος στις φυλακές της Γκεστάπο. Τώρα τον φυλακίζουν οι δικοί του κατηγορώντας τον για αντεπαναστατική δράση. Επικεφαλής του κόμματος είναι κάποιος που αποκαλείται Πρώτος (και βέβαια πρόκειται για τον Στάλιν).
Δύο διαφορετικοί ανακριτές
Στη φυλακή ο Ρουμπάσοφ θα ανακριθεί διαδοχικά από δύο συντρόφους του. Ο πρώτος, μεσήλικος, όπως και ο ίδιος – και φίλος του – ονομάζεται Ιβανόφ. Ο δεύτερος ανήκει στη νεότερη γενιά των κομματικών στελεχών και λέγεται Γκλέτκιν. Ο Ιβανόφ προσπαθεί να πείσει τον Ρουμπάσοφ να ομολογήσει, γιατί αυτό απαιτεί το καθήκον του προς το κόμμα και την «υπόθεση». Για να του αποσπάσει την ομολογία, χρησιμοποιεί την αδυσώπητη κομματική λογική, που χαρακτήριζε κατά το παρελθόν και τις πράξεις και την συμπεριφορά του ίδιου του Ρουμπάσοφ. Ο τελευταίος θα πρέπει να αντιμετωπίσει τώρα το δίλημμα να πεθάνει χωρίς να ομολογήσει ή να παραδεχθεί δημοσίως ότι είναι ένοχος για εγκλήματα που δεν διέπραξε.
Οπως σε κάθε ουτοπία, έτσι και σε αυτήν του Ρουμπάσοφ, του Ιβανόφ και των συντρόφων του, το «εγώ» θα πρέπει να εξαφανιστεί. Και όσοι ασκούν την εξουσία δεν θα πρέπει να διστάζουν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσον κρίνουν απαραίτητο.
Συγκατοίκηση με τα φαντάσματα
Ούτε ο Ρουμπάσοφ είχε δισταγμούς κατά το παρελθόν και μέσα στη φυλακή θυμάται ανάλογες περιπτώσεις στις οποίες ο ρόλος του υπήρξε καθοριστικός. Δεν αντιμετωπίζει μόνο τον εφιάλτη της ανάκρισης αλλά και τα φαντάσματα του παρελθόντος, των ανθρώπων που κατέστρεψε τη ζωή τους και τώρα συγκατοικούν μαζί του στο κελί του. Aυτό ωστόσο δεν θα αλλάξει την ουσία της υπόθεσης: ότι δηλαδή η θυσία των λίγων για χάρη των πολλών είναι «νόμιμη» – και άρα δεν αμφισβητείται το δόγμα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Με αυτή τη λογική, θα πρέπει να ομολογήσει. Είναι η ιστορική λογική που την νομιμοποιούν στο προσωπικό επίπεδο η πίστη και η απόλυτη αφοσίωση στο κόμμα, που απαιτούν τη θυσία του. Και μικρή σημασία έχει αν το όνειρο της ουτοπίας μετατρέπεται σε εφιάλτη.
Μέσα στη φυλακή όμως ο Ρουμπάσοφ αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει και μια άλλη λογική. Ο χρόνος λειτουργεί διαφορετικά σε καθεστώς εγκλεισμού ούτως ή άλλως, πράγμα που το γνωρίζει από τον καιρό κατά τον οποίο ήταν κρατούμενος της Γκεστάπο, όμως τώρα τον έχουν φυλακίσει οι δικοί του – και η φυλακή αυτή είναι φυλακή της συνείδησής του.
Ο Γκλέτκιν, ο δεύτερος ανακριτής, διαφέρει από τον Ιβανόφ. Δεν του αρκούν τα επιχειρήματα για να αποσπάσει την ομολογία του Ρουμπάσοφ αλλά θα χρησιμοποιήσει και άλλα μέσα, γιατί το αποτέλεσμα τα «νομιμοποιεί»: για να σπάσει ο Ρουμπάσοφ, που ανήκει στον σκληρό πυρήνα των στελεχών, θα τον ανακρίνει επί ώρες κάτω από εκτυφλωτικό φως και θα του στερεί τον ύπνο. Ο Γκλέτκιν ανήκει στη νεότερη γενιά – που είναι σκληρότερη από την προηγούμενη.
Ιστορία: η κακιά μητριά
Δεν υπάρχει πειστικότερο έργο δημιουργικής φαντασίας στην παγκόσμια λογοτεχνία που να περιγράφει τον έλεγχο του νου και της συνείδησης, αυτό που αποκαλείται «πλύση εγκεφάλου» από το Μηδέν και το Απειρο. Και αντίστοιχα θα λέγαμε λογοτεχνία της φυλακής αυτού του επιπέδου.
Ο Κέσλερ γνώριζε τι σημαίνει να είσαι στη φυλακή περιμένοντας να σε εκτελέσουν, αφού και ο ίδιος πέρασε ένα διάστημα στις φυλακές του Φράνκο καταδικασμένος σε θάνατο, τον οποίο απέτρεψε η διεθνής κινητοποίηση, εξαιτίας της οποίας το φασιστικό καθεστώς αναγκάστηκε να τον απελευθερώσει. Γνώριζε την Ρωσία από πρώτο χέρι, όπως και το κόμμα των μπολσεβίκων, και ανήκε στο μεγάλο πλήθος εκείνων στους οποίους η υπόσχεση της αταξικής κοινωνίας άσκησε μια ακατανίκητη έλξη.
Ωστόσο είχε αντιληφθεί επίσης ότι η «διαχρονική» άποψη του σταλινικού καθεστώτος όσον αφορά τον τρόμο μετέτρεψε την Ιστορία σε κακιά μητριά. Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιον, τον παρακίνησε να γράψει το Μηδέν και το Άπειρο. Και να εξηγήσει εκείνο που αδυνατούσαν να καταλάβουν στη Δύση: πώς ήταν δυνατόν οι κατηγορούμενοι στις Δίκες της Μόσχας να ομολογούν εγκλήματα που δεν διέπραξαν. Επιπλέον όχι τυχαίοι κατηγορούμενοι αλλά αφοσιωμένοι και σκληροί κομμουνιστές που είχαν αποδεχθεί εξαρχής ότι η φυλακή, ακόμα και τα βασανιστήρια, ήταν μέρος της ζωής του επαναστάτη!!!
Ο Κέσλερ στο μυθιστόρημά του αυτό άνοιξε θέματα που τότε ουδείς τα σκεφτόταν: συνέκρινε το κομμουνιστικό καθεστώς της ΕΣΣΔ με τον χριστιανισμό (τον οποίο θεωρεί προτιμότερο) και πολλά χρόνια θα έπρεπε να περάσουν για να καταλήξουν οι περισσότεροι στο συμπέρασμα ότι το σοβιετικό σύστημα ήταν ένα είδος θεοκρατίας που, όταν άρχισε φαινομενικά να καταρρέει, είχαμε μια εντυπωσιακή επιστροφή του θρησκευτικού αισθήματος στις πρώην κομμουνιστικές χώρες.
Είναι εντυπωσιακές οι σελίδες που περιγράφουν το φροϋδικό «ωκεάνειο αίσθημα» το οποίο καταλαμβάνει τον Ρουμπάσοφ σε μια περίοδο που οι επίσημοι μαρξιστές είχαν ρίξει τον Φρόιντ στο πυρ το εξώτερον. Εντυπωσιακές είναι και οι ομοιότητες ανάμεσα στους δύο ανακριτές και τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στους Αδελφούς Καραμαζόφ του Ντοστογέφσκι.
Αν το σύστημα είναι θεοκρατικό, τότε ο σκληρός πυρήνας του κόμματος είναι ένα ιερατείο και οι ανακριτές οι ιεροεξεταστές του. Και αν το κόμμα είναι η μόνη αλήθεια, τότε η επανάσταση τρώει τα παιδιά της και η ουτοπία γίνεται «σκοτάδι στο καταμεσήμερο». Αυτός είναι και ο τίτλος της αγγλικής έκδοσης (Darkness at Noon) του μυθιστορήματος. Στα ελληνικά μεταφέρθηκε ο τίτλος της γαλλικής έκδοσης (Le Zéro et l’Infini).
Σε αυτό το «σκοτάδι στο καταμεσήμερο» μπαίνει ο Ρουμπάσοφ «με ανοιχτά και τα δυο του μάτια». Και η τελευταία εικόνα που «βλέπει» είναι του Πρώτου, δηλαδή του Στάλιν.
Οταν κυκλοφόρησε στα αγγλικά το Μηδέν και το Απειρο είχε μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ, όχι όμως και στη Μεγάλη Βρετανία, όπου μέσα σε έναν χρόνο πούλησε περί τις 4.000 αντίτυπα. Τεράστια όμως ήταν η επιτυχία της γαλλικής έκδοσης του 1946, χάρη στο κομμουνιστικό κόμμα της χώρας που κατάφερε να κάνει πλούσιο τον συγγραφέα του. Το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα ήταν τότε πανίσχυρο και το κύρος του τεράστιο ανάμεσα στους διανοούμενους της εποχής που θεωρούσαν υποχρέωσή τους να υπερασπίζονται το σοβιετικό καθεστώς. Γι’ αυτό λοιπόν, όταν μαθεύτηκε ότι μεταφράζεται και θα εκδοθεί στα γαλλικά το βιβλίο, το κόμμα έκανε ό,τι μπορούσε για να ματαιώσει την έκδοσή του.
Ηταν τέτοιο το ψυχολογικό κλίμα που ο μεταφραστής ζήτησε στην αρχή να μπει ψευδώνυμο στη θέση του ονόματός του και στη συνέχεια απαίτησε να μη μπει καν αυτό. Ετσι, το βιβλίο κυκλοφόρησε χωρίς όνομα μεταφραστή.
Αυτό σήμερα ακούγεται απαράδεκτο αλλά υπήρξε και συνέχεια. Σε κάθε νέα έκδοση το κόμμα έδινε εντολή στις οργανώσεις του ν’ αγοράζουν και να καταστρέφουν όλα τα αντίτυπα με αποτέλεσμα το μυθιστόρημα να ξεπεράσει σε πωλήσεις τις 450.000 και να πουλιέται στη μαύρη αγορά τρεις και τέσσερις φορές πάνω από την τιμή του εκδότη. Αρκετοί «διανοούμενοι» φίλα προσκείμενοι στην Σοβιετική Ενωση θεώρησαν υποχρέωσή τους να απαντήσουν στον Κέσλερ και να «καταδικάσουν» το μυθιστόρημα, με πλέον εξέχουσα περίπτωση αυτή ενός σημαντικού «διανοούμενου» του Μορίς Μερλό Ποντί, που έγραψε μάλιστα και ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «Ανθρωπισμός και τρομοκρατία» (κυκλοφόρησε και στα ελληνικά).
Από τον Πρώτο στον Μεγάλο Αδελφό
Ομως η πορεία του μυθιστορήματος, όπως και η επίδρασή του σε άλλους σημαντικούς συγγραφείς του Μεταπολέμου, θα ήταν εντυπωσιακή. Το πρότυπο λ.χ. για τον Μεγάλο Αδελφό στο 1984 του Οργουελ είναι ο Πρώτος στο Μηδέν και το Άπειρο. Η ανάκριση του κεντρικού ήρωα Γουίνστον Σμιθ του Οργουελ παραπέμπει στις ανακρίσεις που υπέστη ο Ρουμπάσοφ. Και να αναφέρω ένα παράδειγμα ακόμη, την επίδραση του Κέσλερ στα δύο σημαντικότερα μυθιστορήματα, τα Ενας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς και Κλεψύδρα του κορυφαίου γιουγκοσλάβου πεζογράφου Ντανίλο Κις.
Το Μηδέν και το άπειρο ο Κέσλερ το έγραψε, όπως έλεγε, σε πυρετώδη έξαψη, κόντρα στο ρεύμα της εποχής. Και εξαιτίας του συγκρούστηκε με παλιούς του φίλους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Σαρτρ. Υπήρξε από πολλές πλευρές η αφετηρία για τα όσα είπε αργότερα στο δοκιμιακό του έργο: πως το γκουλάγκ υπήρξε και δεν ήταν αστική προπαγάνδα. Πως το σοβιετικό οικονομικό μοντέλο ήταν αποτυχημένο και πως ο Στάλιν δεν ήταν παρά ένας αδίστακτος δικτάτορας.
Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου υποστήριξε κόντρα στο ρεύμα πως δεν υπάρχει περίπτωση η Ευρώπη να λειτουργήσει ως τρίτος πόλος, ως τρίτη υπερδύναμη ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στις ΗΠΑ και πως τα κείμενα υπέρ της ΕΣΣΔ και οι μικροδιαφορές των ευρωπαίων κομμουνιστών και των συνοδοιπόρων τους δεν είχαν καμία σημασία, αφού οι Αμερικανοί θα ήταν εκείνοι που θα όριζαν τις εξελίξεις και τον χειρισμό των παγκόσμιων προβλημάτων.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν ήταν ευχάριστες ούτε για τον ίδιον. Σε αντίθεση με τον Οργουελ, ο Κέσλερ, χαρακτήρας εξαιρετικά δύσκολος και εριστικός, παρέμεινε ουτοπιστής (και γι’ αυτό ίσως περιέγραψε με τέτοιαν ακρίβεια την σταλινική δυστοπία). Πίστευε με άλλα λόγια στην ανθρώπινη ευτυχία. Για τούτο ενδεχομένως τα τελευταία χρόνια της ζωής του, προκειμένου να βρει ποιο λάθος έγινε στην αρχή της Δημιουργίας, κατέφυγε στα κοσμικά μυστήρια.
Στο Μηδέν και το άπειρο ο έλεγχος του νου και της συνείδησης γίνεται μέσω της ανάκρισης και του καθεστωτικού λόγου που διαστρέφει την ουσιαστική πλευρά της ομιλίας: την αιτία της. Και το φετίχ του λόγου είναι βέβαια το βιβλίο. Τι θα συμβεί όμως αν φτάσουμε σε μια δυστοπική κοινωνία όπου τα βιβλία θα καίγονται (όπως τα έκαιγε η παραληρούσα ναζιστική νεολαία στη Γερμανία το 1933) ή όπως το έκανε η «ελεύθερη Αμερική» στα βιβλία του Βίλχελμ Ραιχ; ….Αυτό το ενδεχόμενο προβάλλει στο μυθιστόρημά του Φαρενάιτ 451 ο Ρέι Μπράντμπερι…
@Βιστωνίτης Αναστάσης
Ο Άρθουρ Κέσλερ (Arthur Koestler, 5 Σεπτεμβρίου 1905 – 1 Μαρτίου 1983) ήταν Ούγγρος συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής. Μέχρι το 1940 έζησε στην Βουδαπέστη, Βιέννη -στο Πανεπιστήμιο της οποίας φοίτησε- Παλαιστίνη, Παρίσι και Βερολίνο. Ασχολήθηκε μετά με την δημοσιογραφία και πήγε στην Ισπανία ως ανταποκριτής της News Chronicle, όπου και φυλακίστηκε από τις δυνάμεις του Φράνκο. Την εμπειρία του αυτή περιγράφει στο βιβλίο του Ισπανική Διαθήκη. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας από το 1931, αποποιήθηκε την ιδιότητα αυτή στα τέλη του 1938, μετά τις εμπειρίες που είχε και ειδικά μετά τις Δίκες της Μόσχας.
Το 1940, ύστερα από πολλές περιπέτειες εγκαταστάθηκε στην Αγγλία και το 1941 εκδόθηκε το γνωστότερο βιβλίο του Darkness at Noon (Το Μηδέν και το Άπειρο), όπου εξιστορεί τον απηνή διωγμό και την διάλυση των αυταπατών ενός παλιού μπολσεβίκου, που ομολογεί τελικά εγκλήματα που δεν διέπραξε. Με το ίδιο πνεύμα είναι γραμμένη και η συλλογή δοκιμίων του “Ο Κομισσάριος και ο Γιόγκι” (1945) και η συνεισφορά του στο βιβλίο πρώην κομμουνιστών “Ο Θεός που απέτυχε”.
Έγραψε επίσης στα Αγγλικά μετά το 1940, αυτοβιογραφικά έργα, την Πράξη της Δημιουργίας, μιαν εξέταση των παραγόντων της επιστημονικής και καλλιτεχνικής παραγωγής, τον Λωτό και το ρομπότ, μιαν ανάλυση του μυστικισμού της Ανατολής, και την Δέκατη Τρίτη Φυλή, μια μελέτη για την καταγωγή των Εβραίων, όπου αναφέρει, ότι οι Εβραίοι της Ανατολικής Ευρώπης (Ασκενάζι) δεν προέρχονταν από τον βιβλικό λαό αλλά από τους Χαζάρους, μια τουρκική φυλή του Καυκάσου.
Τον Μάρτιο του 1983 ο Κέσλερ που υπέφερε από λευχαιμία και την νόσο του Πάρκινσον και ήταν κηρυγμένος οπαδός της ευθανασίας και η γυναίκα του Σύνθια αυτοκτόνησαν.
[…] Από τον διάδρομο έφτασε ο βαρύς, υπόκωφος αχός του πνιχτού τυμπανισμού. Δεν ήταν ούτε κρούση ούτε σφυροκόπημα: οι κρατούμενοι των κελλιών, από το 380 ως το 402, που αποτελούσανε την ακουστική αλυσίδα και μνήσκανε πίσω από τις πόρτες σαν τιμητικό άγημα μέσα στη σκοτεινιά, κατάφερναν να δημιουργήσουνε με ξεγελαστική ομοιότητα, μια υποτονισμένη και υποβλητική πένθιμη τυμπανοκρουσία, έτσι ως τη φέρνει ο άνεμος από μακρυά. Στεκόταν ο Ρουμπάσωφ, με το μάτι καρφωμένο στη θυρίδα.
Συντάχτηκε με τον ρυθμό των άλλων κι άρχισε να νεκροσημαίνει χτυπώντας με τα δύο χέρια του την πόρτα. Ξαφνιάστηκε σαν διαπίστωσε πως ο πνιχτός τυμπανισμός συνεχιζότανε και προς τα δεξιά, αρχίζοντας από το 406. Τούτο σήμαινε πως ο Ριπ Βαν Ουίνκλ κάτι είχε καταλάβει, γιατί κι αυτός αργοχτυπούσε. Ταυτόχρονα, στ’ αριστερά του, ο Ρουμπάσωφ άκουσε, σε μιαν απόσταση που ήταν ακόμα μακρυά από το οπτικό του πεδίο, το κύλισμα της σιδερένιας πόρτας πάνω στη ράγια. Το χτύπημα στ’ αριστερά του έγινε λίγο δυνατώτερο κι ο Ρουμπάσωφ κατάλαβε πως είχαν ανοίξει τη σιδερένια πόρτα που χώριζε την απομόνωση από τα συνηθισμένα κελλιά.
Κάτι κλειδιά κουδούνισαν όταν έκλεισε πια η σιδερένια πόρτα, ακούστηκαν βήματα που σίμωναν και κάτι γλυστρήματα και κάτι σουρσίματα πάνω στις πλάκες. Οι ρυθμικοί χτύποι στ’ αριστερά άρχισαν να δυναμώνουν κυματιστοί, ώσπου έφτασαν σε ένα σταθερό, πνιχτό κρεσέντο. Ο Ρουμπάσωφ ακόμα τίποτα δεν μπορούσε να δει, γιατί το οπτικό του πεδίο περιωριζόταν ανάμεσα στα κελλιά 401 και 407. Τα σουρσίματα και τα γλυστρήματα έφταναν τώρα πιο κοντά. Κάτι σαν βόγγο άκουσε, κάτι σαν οιμωγή, παιδιού οιμωγή, παιδιάστικη. Τα βήματα ακούγονταν γοργότερα. Το χτύπημα στ’ αριστερά χαμήλωνε, ενώ αντίθετα φούντωνε στα δεξιά.
Χτύπαγε ο Ρουμπάσωφ. Είχε αρχίσει να χάνει σιγά – σιγά κάθε αίσθηση χώρου και χρόνου, έτσι ως τον έζωναν τούτα τα υπόκωφα ταμ – ταμ της ζούγκλας. Λες και στέκονταν κάτι πίθηκοι στα κλουβιά τους, πίσω από τα κάγκελλα, και χτύπαγαν το στέρνο ρυθμικά. Τότε κι ο Ρουμπάσωφ κόλλησε το μάτι στη θυρίδα και κάθε τόσο ανασηκωνότανε στ’ ακροδάχτυλα, με τον ρυθμό που χτυπούσε. Όπως και πριν, το μόνο που έβλεπε ήτανε το θαμπό, κίτρινο φως του λαμπιονιού στον διάδρομο και τις σιδερένιες πόρτες από το 401 ως το 407.
Όμως, ο πνιχτός τυμπανισμός όλο και φούντωνε όσο σίμωνε η σουρτή αχή κι ο βόγγος. Ξαφνικά, κάτι θολές φιγούρες πέρασαν στο οπτικό του πεδίο. Νά τος! Έπαψε ο Ρουμπάσωφ να χτυπάει και κάρφωσε πάνω τους τη ματιά του. Λίγα δευτερόλεπτα και φύγανε.
Κι ό,τι είδε μέσα σε τούτα τα λίγα δευτερόλεπτα έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη του. Δυο αχνοφωτισμένες μορφές με στολή είχανε περάσει, πελώριες και ακαθόριστες. Ανάμεσα τους έσερναν από τις μασχάλες κάποιον άλλον. Τούτος ο άλλος κρεμότανε στα χέρια τους, παράλυτος κι όμως άκαμπτος σαν αντρείκελο. Τεντωμένος, με το κεφάλι γερμένο μπροστά και την κοιλιά πρησμένη. Τα πόδια του σούρνονταν κι έτσι ως τα παπούτσια είχανε ξεφύγει από τα πόδια προξενούσαν τον εφιαλτικό τριγμό που ο Ρουμπάσωφ είχε ακούσει ν’ αντηχεί λίγο πριν στον διάδρομο.
Τούφες από άσπρα μαλλιά κρέμονταν μπροστά στη μορφή του, έτσι ως ήτανε γερμένη προς τα κάτω με το στόμα ορθάνοιχτο, κι ο ιδρώτας έτρεχε πάνω τους, και το σάλιο κυλούσε από το στόμα ως κάτω στο πηγούνι. Όταν πια τον τράβηξαν πέρα από την πόρτα του Ρουμπάσωφ, εκεί κατά τα δεξιά, προς τον διάδρομο, ο βόγγος και οι οιμωγές λες και σβήσανε για ν’ αφήσουνε ν’ ακουστή μόνο μια μακρινή ηχώ, όλη – όλη τρία φωνήεντα θρηνητικά: « Ου – α – ω». Μα φαίνεται πως πριν να στρίψουνε τη γωνιά, στην άκρη του διάδρομου, έξω από το κουρείο, ο Μπογκρώφ θα πρέπει να ούρλιαξε πιο έντονα, γιατί τούτη τη φορά ο Ρουμπάσωφ συνέλαβε όχι μονάχα τα φωνήεντα αλλά ολόκληρη τη λέξη. Ναι, την είχε ακούσει καθαρά. Ήτανε το ίδιο του το όνομα : Ρου – μπά – σωφ. Ύστερα, λες και είχε δοθή κάποιο σύνθημα, ξανάπεσε η σιγή. Ο διάδρομος έμνησκε σαν πάντα αδειανός, σαν πάντα, και τα λαμπιόνια έκαιγαν σαν πάντα. Μοναχά από τον τοίχο του 406 ερχότανε το μήνυμα : «ΑΘΛΙΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΞΕΣΗΚΩΘΗΤΕ».
Τώρα ο Ρουμπάσωφ είχε ξαπλώσει και πάλι στο κρεββάτι του καί δεν θυμότανε πως είχε φτάσει ως εκεί. Τα νεκροσήμαντρα αντηχούσαν ακόμα στ’ αυτιά του, μα η σιωπή τώρα ήτανε σιωπή αληθινή, άδεια, ήρεμισμένη. Ό 402 θα πρέπει να κοιμότανε κι ο Μπογκρώφ — ετσι όπως τον είχανε καταντήσει — σίγουρα θα ήτανε πιά πεθαμένος. «Ρουμπάσωφ, Ρουμπάσωφ… ». Τούτη η στερνή κραυγή ήτανε γραμμένη ανεξίτηλα στην ακουστική του μνήμη. Η οπτική εικόνα ήτανε λιγώτερο σκληρή. Του ήταν ακόμα δύσκολο να ταυτίσει τον Μπογκρώφ μ’ εκείνο το άκαμπτο αντρείκελο με το μουσκεμένο από ιδρώτα καί σάλια πρόσωπο και τα τεντωμένα σουρνάμενα πόδια που είχανε περάσει μπροστά από το οπτικό του πεδίο, εκείνες τις λίγες στιγμές. Τώρα και μόνο θυμήθηκε ξανά τα άσπρα μαλλιά. Τί τάχα να είχανε κάνει στον Μπογκρώφ; Τί είχανε κάνει σε τούτον τον γεροδεμένο ναυτικό για να βγάζει μόνον αυτό το παιδιάστικο κλαψούρισμα; […]
Ο Καίσλερ αφιερώνει εξαρχής το βιβλίο του στα «θύματα των λεγόμενων Δικών της Μόσχας», επομένως το Μηδέν και το Άπειρο έχει μια στέρεη ιστορική βάση. Το εν λόγω μυθιστόρημα, ένα από τα αριστουργήματα του 20ού αιώνα, κατορθώνει να στηριχτεί στις προαναφερθέντες συνθήκες ώστε να μας μιλήσει για την αγωνιώδη ψυχοσωματική κατάσταση κάθε φυλακισμένου, ανεξάρτητα από τι έχει ή δεν έχει κάνει. Σύμφωνα με σοβιετικές πηγές που ανακοινώθηκαν το 1990, καταδικάστηκαν τις δεκαετίες ’30 και ’40 για «αντεπαναστικές δραστηριότητες» 3.777.234 άτομα. Από αυτούς εκτελέστηκαν οι 789.098.
Τύπους σαν τον Γκλέτκιν ο Ρουμπάσοφ τους αποκαλεί «Νεάντερταλ» επειδή διακρίνονται μεταξύ άλλων από «απόλυτη έλλειψη χιούμορ», και απόλυτη έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης, (είναι αυτοί που αποκαλούμε ως Οργανικές Πύλες) στο δε ημερολόγιό του θα προβεί σε μια ασύγκριτη σύγκριση μεταξύ των ανώτερων πιθήκων και των κατώτερων ανθρώπων, άλλη μια στιγμή ανθολογίας (το συγκεκριμένο απόσπασμα προτάσσεται στην μελέτη του Τζον Γκρέι, “Η σιωπή των ζώων” όπου υπάρχει και μια ερμηνεία της κοσμοθεωρίας του Καίσλερ). Λίγο προτού ληφθεί η δικαστική απόφαση, ο Ρουμπάσοφ θα σκεφτεί και θα υπονοήσει δύο από τους πνευματικούς πυλώνες του μοντερνισμού, τον Νίτσε και τον Φρόιντ, κάνοντας λόγο για το «δημιούργημα της γραμματικής» (το Εγώ) και το «ωκεάνειο αίσθημά» του. Το μόνο ενδεχομένως πράγμα το οποίο δεν γνωρίζει είναι η πρόβλεψή του πως «το καπιταλιστικό σύστημα» θα καταρρεύσει – που αποτελεί αναμενόμενη επιθυμία κάθε θιασώτη «της σοσιαλιστικής θεωρίας», ακόμα και ενός απογοητευμένου και είναι μία από τις ελάχιστες φορές που ο συγγραφέας αναφέρει τις αντιτιθέμενες ιδεολογίες, χωρίς να γνωρίζει ό,τι είναι η άλλη πλευρά του ιδιου νομίσματος…αφού εκπροεύονται από την ίδια μιαρή πηγή.
@Ηω Αναγνώστου
Στις δίκες της Μόσχας καταδικάστηκαν τα μισά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ του 1917