Του Chris Bryant
Μετά την κατάρρευση του δυσλειτουργικού τρικομματικού συνασπισμού της Γερμανίας τον Νοέμβριο, ο τότε ηγέτης της συντηρητικής αντιπολίτευσης Φρίντριχ Μερτς υποσχέθηκε ότι θα μετατρέψει τη χώρα από μια “κοιμωμένη μεσαία ισχύ” σε “ηγετική” δύναμη, αν γίνει καγκελάριος.
- Κρίνοντας από τον πρώτο μήνα της θητείας του, συμπεριλαμβανομένης της επιτυχημένης πρώτης συνάντησης στον Λευκό Οίκο με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ την Πέμπτη, ο 69χρονος πρώην δικηγόρος βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Ο κόσμος κάποτε φοβόταν μια ισχυρότερη Γερμανία, αλλά τώρα οι σύμμαχοί της, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, θα πρέπει να καλωσορίσουν αυτή την εξέλιξη.
Κανείς δεν ανέμενε ότι η επίσκεψη του Μερτς στο Οβάλ Γραφείο θα έφερνε ουσιαστικά αποτελέσματα, αλλά η αποφυγή μιας κατάστασης όπως αυτή που είδαμε κατά τη συνάντηση με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι ή τον πρόεδρο της Νότιας Αφρικής Σιρίλ Ραμαφόζα, ήταν μια κάποια νίκη. Ο Μερτς και ο Τραμπ φαίνεται να έχουν αναπτύξει μια σχέση, με τον πρόεδρο να κρατάει τα βέλη του για την πρώην καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, και όχι για τον σημερινό ηγέτη της χώρας.
Βοήθησε το γεγονός ότι ο “δήμιος” του Τραμπ, ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς, παρέμεινε σιωπηλός αυτή τη φορά. Ο Τραμπ φάνηκε επίσης να ασχολείται περισσότερο από τον καβγά του με τον Έλον Μασκ παρά με το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έναντι των ΗΠΑ. Ο Μερτς από την πλευρά του προέτρεψε τον πρόεδρο να συνεχίσει να πιέζει τη Ρωσία να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία – το αν θα το κάνει δεν είναι σαφές.
Από τότε που ανέλαβε καγκελάριος στις αρχές Μαΐου, ο Μερτς έχει αφιερώσει αρκετό χρόνο ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο, για να καθησυχάσει τους συμμάχους ότι η Γερμανία έχει αφήσει πίσω της τη διστακτικότητα, και να αναζωπυρώσει τις ελπίδες ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα παράσχει επιτέλους μια αξιόπιστη, συνεργατική ηγεσία.
Οι αγορές φαίνονται σίγουρα εντυπωσιασμένες: Ο Dax έχει κερδίσει 22% από την αρχή του έτους, ξεπερνώντας τον S&P500, ενώ το ευρώ έχει ανατιμηθεί περίπου 10% έναντι του δολαρίου. (Αν και ο Τραμπ συχνά φαίνεται να έχει την πρόθεση να αποδυναμώσει το δολάριο, αν οι ρόλοι αντιστρέφονταν, σίγουρα θα το αποκαλούσε νίκη).
Η Γερμανία, η οποία για πολύ καιρό ήταν απρόθυμη να ασκήσει σκληρή ισχύ και αρκούνταν να αναθέσει την άμυνά της στις ΗΠΑ, φαίνεται να ξεφεύγει από τη μη-παρεμβατική στάση που κράτηση μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
- Υπό τον Μερτς, η Γερμανία υποσχέθηκε να δημιουργήσει τον ισχυρότερο συμβατικό στρατό της Ευρώπης, να κινηθεί προς την κατεύθυνση της απαίτησης του Τραμπ για αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ, να βοηθήσει την Ουκρανία να αναπτύξει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς για να αποκρούσει την εισβολή της Ρωσίας και να διερευνήσει την κοινή χρήση πυρηνικών με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ.
Στριμωγμένη ανάμεσα σε μια ρωσική επιθετικότητα, μια Αμερική που έχει κουραστεί να εγγυάται την ασφάλεια της ηπείρου αλλά και μια Κίνα που αναδύεται ως συστημικός αντίπαλος, η Γερμανία δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραμερίσει την αυτοκαταστροφική δημοσιονομική της αυτοσυγκράτηση για να ενισχύσει την κυριαρχία και την ανθεκτικότητά της.
Τον Μάρτιο, ο Μερτς υποστήριξε τη μεταρρύθμιση του λεγόμενου φρένου χρέους, ώστε να επιτραπούν ουσιαστικά μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες και να δημιουργηθεί ένα ταμείο 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για την επισκευή των ετοιμόρροπων υποδομών της χώρας.
Η Γερμανία έχει την πολυτέλεια να ξοδεύει χρήματα, επειδή το δημόσιο χρέος είναι χαμηλό σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα, ωστόσο οι ψηφοφόροι ενοχλήθηκαν που ο Μερτς, ο οποίος τάσσονταν υπέρ ενός πιο αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου, περίμενε να γίνουν οι εκλογές για να αποκαλύψει τα σχέδιά του για τις δαπάνες.
Τον Μάιο, ο Μερτς απέτυχε αρχικά να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες κοινοβουλευτικές ψήφους για την έγκρισή του στο τιμόνι της καγκελαρίας, ενώ η υπόσχεσή του να περιορίσει την παράτυπη μετανάστευση έχει ήδη συναντήσει νομικές αναποδιές. Παρ’ όλα αυτά, στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις η συντηρητική συμμαχία CDU/CSU του Μερτς πέρασε και πάλι μπροστά, ξεπερνώντας την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Ίσως λόγω των δυσκολιών στο εσωτερικό, ο Μερτς φαίνεται να απολαμβάνει περισσότερο την παγκόσμια σκηνή, στον βαθμό που διόρισε τον Χριστιανοδημοκράτη Γιόχαν Βαντεφούλ υπουργό Εξωτερικών (παραδοσιακά, το μικρότερο κόμμα του συνασπισμού κατέχει αυτό το σημαντικό υπουργείο).
- Δημιούργησε επίσης ένα Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας στην καγκελαρία για τον καλύτερο συντονισμό της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας, ενώ υποσχέθηκε ότι η Γερμανία δεν θα απέχει πλέον από τις κρίσιμες ευρωπαϊκές αποφάσεις (η προηγούμενη κυβέρνηση τσακωνόταν συνεχώς και πάλευε να βρει μια κοινή προσέγγιση).
Οι πρώτες εβδομάδες του Μερτς επικεντρώθηκαν στη διεθνή διπλωματία, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης των σχέσεων του Βερολίνου με το Παρίσι και τη Βαρσοβία, αλλά προσπάθησε επίσης να δείξει ότι η Γερμανία είναι έτοιμη για business. Αυτή την εβδομάδα, το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε φορολογικές ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις ύψους περίπου 46 δισεκατομμυρίων ευρώ, για την ενίσχυση των επενδύσεων και της ανταγωνιστικότητας.
Ενώ η οικονομία αναμένεται να παραμείνει στάσιμη για τρίτο συνεχόμενο έτος, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της χώρας αρχίζουν να φαίνονται πολύ πιο αισιόδοξες. Η υψηλότερη εγχώρια ζήτηση και ένα ισχυρότερο ευρώ μπορεί επίσης να βοηθήσουν στη μείωση του μεγάλου εμπορικού πλεονάσματος της Γερμανίας – κάτι που ο Τραμπ θα πρέπει να αναγνωρίσει.
Η δημοσιονομική απερισκεψία και οι επιθέσεις του Τραμπ στο κράτος δικαίου προσφέρουν επίσης στη Γερμανία μια χρυσή ευκαιρία να προσελκύσει κεφάλαια από τις ΗΠΑ, καθώς οι παγκόσμιοι επενδυτές ψάχνουν να επαναπροσδιορίσουν τα χαρτοφυλάκιά τους. Η καθαρή έκδοση κρατικών ομολόγων της Γερμανίας είναι έτοιμη να διογκωθεί τα επόμενα χρόνια και τέτοιες εισροές θα άμβλυναν τον αντίκτυπο της δικής της δημοσιονομικής σπατάλης.
Τα πρώτα σημάδια είναι ενθαρρυντικά. Αυτήν την εβδομάδα, ο πρόεδρος της Apollo Global Management, Τζιμ Ζέλτερ, δήλωσε ότι ο κολοσσός των ιδιωτικών κεφαλαίων θα μπορούσε να επενδύσει έως και 100 δισεκατομμύρια δολάρια στη Γερμανία μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Φυσικά, το χάσμα μεταξύ της αισιόδοξης ρητορικής του Μερτς και της πραγματικότητας παραμένει. Τρεις δεκαετίες γερμανικής στρατιωτικής παραμέλησης δεν μπορούν να διορθωθούν από τη μια μέρα στην άλλη:
- Πρέπει να αυξηθεί το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων κατά περίπου το ένα τρίτο, ή κατά περίπου 60.000 επιπλέον στρατιώτες, για να ανταποκριθεί στις επικαιροποιημένες αμυντικές απαιτήσεις του ΝΑΤΟ, και το πώς θα επιτευχθεί αυτό δεν είναι ακόμη σαφές. Ο Μερτς γνωρίζει ότι η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να αφήσει τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν το ΝΑΤΟ ή την Ουκρανία.
Η Γερμανία παραμένει επίσης έντονα ευάλωτη στις όποιες εμπορικές επιβαρύνσεις αποφασίσει ο Τραμπ να επιβάλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι πιέσεις του Μερτς για μηδενικούς δασμούς στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης έχουν, μέχρι στιγμής, πέσει στο κενό.
- Ο Μερτς δεν πρέπει να δοκιμάσει την τύχη του: η πρόσφατη απόφαση του Βερολίνου να επιβάλει φόρο 10% στις ψηφιακές πλατφόρμες όπως η Google της Alphabet και η Meta κινδυνεύει να προκαλέσει περαιτέρω εχθρότητα στην Ουάσινγκτον και πιθανά αντίποινα με τη μορφή ενός φόρου στα περιουσιακά στοιχεία των Γερμανών στις ΗΠΑ.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι θα έπρεπε να είναι πιο τολμηρός, για παράδειγμα επαναφέροντας τη στρατιωτική θητεία και αγκαλιάζοντας τον κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό (διευρύνοντας έτσι την προσφορά ασφαλών περιουσιακών στοιχείων και ενισχύοντας το ευρώ ως βιώσιμο αποθεματικό νόμισμα).
Παρ’ όλα αυτά, η Γερμανία φαίνεται να έχει ξυπνήσει από τον μακρύ ύπνο της και ο νέος της καγκελάριος έχει πατήσει το γκάζι.

