Η ελληνική αγορά ακινήτων συνεχίζει την ανοδική της πορεία, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις για αυξανόμενη ζήτηση και υψηλές αποδόσεις, Τα πιο πρόσφατα δεδομένα δείχνουν σαφώς πως η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα παραμένει πόλος έλξης για επενδυτές, αλλά και παράγοντας ανησυχίας που ασκεί κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις στους μόνιμους κατοίκους.
Γράφει η Έλενα Βαβαδάκη
Σύμφωνα με τον δείκτη τιμών του Spitogatos Property Index (SPI), το πρώτο τρίμηνο του 2025 οι μέσες ζητούμενες τιμές πώλησης κατοικιών αυξήθηκαν κατά 8,8% σε ετήσια βάση. Αντίστοιχα, τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 6,7%, γεγονός που επιβεβαιώνει την έντονη ζήτηση αλλά και τη στενότητα στην προσφορά. Τον Απρίλιο του 2025, η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης πανελλαδικά διαμορφώθηκε στα 2.578 €/τ.μ., σημειώνοντας αύξηση 1,9% συγκριτικά με τον Απρίλιο του 2024.
Η Αττική συνεχίζει να καταγράφει τις μεγαλύτερες αυξήσεις, με τα νεόδμητα ακίνητα έως 5 ετών να κοστολογούνται κατά μέσο όρο άνω των 3.000 €/τ.μ. και τα παλαιότερα ακίνητα να ξεπερνούν πλέον τα 2.000 €/τ.μ.. Στα Νότια Προάστια, η μέση τιμή πώλησης νεόδμητων αγγίζει τα 4.550 €/τ.μ, ενώ στα Βόρεια Προάστια, η τιμή διαμορφώνεται ακόμη υψηλότερα, στα 4.691 €/τ.μ.
Η Θεσσαλονίκη ακολουθεί την ανοδική τάση, με περιοχές όπως ο Δήμος Θεσσαλονίκης, η Καλαμαριά και η Πυλαία να πλησιάζουν ή να ξεπερνούν δεδομένα του 2007, καταγράφοντας αυξήσεις 5%-8%.
Ανάλογη πορεία ακολουθούν και οι τουριστικές περιοχές, σημειώνοντας εκρηκτική άνοδο τιμών, που αποδίδεται κυρίως στη συνεχιζόμενη ζήτηση από ξένους επενδυτές, εφόσον η Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί ελκυστικό προορισμό για αγορά δεύτερης κατοικίας ή τουριστικής εκμετάλλευσης. Συγκεκριμένα, οι πωλήσεις προς Ολλανδούς αυξήθηκαν κατά 91%, προς Βέλγους κατά 103% και προς Γερμανούς κατά 64%.
Η ελληνική αγορά, βρίσκεται ξεκάθαρα σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης, προσελκύοντας σημαντικές διεθνείς επενδύσεις και καταγράφοντας διαδοχικά ρεκόρ στις τιμές πώλησης και ενοικίασης. Η αυξανόμενη ζήτηση, σε συνδυασμό με την περιορισμένη προσφορά ποιοτικών κατοικιών, συνεχίζει να ωθεί τις τιμές προς τα πάνω, καθιστώντας την αγορά ελκυστική για κατασκευαστές, επενδυτές και ξένους αγοραστές.
Η ραγδαία αυτή όμως ανάπτυξη, δημιουργεί και προβλήματα που δεν μπορούν να παραβλεφθούν. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Alpha Bank, το 54% των Ελλήνων θεωρεί την αγορά κατοικίας ανέφικτη, ενώ το 70% δηλώνει ότι τα ενοίκια δεν είναι προσιτά. Η αύξηση των τιμών πώλησης και ενοικίασης, δείχνει να επηρεάζει δυσανάλογα τις νέες οικογένειες, τους φοιτητές, τους χαμηλόμισθους και τους ηλικιωμένους συνταξιούχους με σταθερά χαμηλά εισοδήματα.
Στις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, στη Θεσσαλονίκη και σε τουριστικές πόλεις όπως τα Χανιά, έχει παρατηρηθεί εκτοπισμός των μόνιμων κατοίκων, με την μετατροπή των κατοικιών σε βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb να γιγαντώνουν το πρόβλημα, μειώνοντας ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο απόθεμα προς ενοικίαση.
Η ανάγκη για ισορροπία μεταξύ επενδυτικής δραστηριότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Απαιτούνται στοχευμένες παρεμβάσεις, όπως η ενίσχυση της προσφοράς προσιτής κατοικίας μέσω κρατικών ή συνεταιριστικών προγραμμάτων, η αυστηρότερη ρύθμιση της αγοράς βραχυχρόνιας μίσθωσης και η προώθηση στεγαστικών πολιτικών που θα εξασφαλίζουν αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης για το σύνολο του πληθυσμού.
Το μέλλον της ελληνικής αγοράς ακινήτων δεν θα καθοριστεί μόνο από τις τιμές ή τους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά κυρίως από τη δυνατότητα της χώρας να ενσωματώσει την πρόοδο σε ένα μοντέλο δίκαιης και βιώσιμης αστικής ανάπτυξης. Η μακροχρόνια σταθερότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κοινωνική ισορροπία και αυτό καθιστά τη στέγαση όχι μόνο οικονομικό αλλά και κοινωνικοπολιτικό στοίχημα.

