Απαράδεκτο μονόπρακτο θεατρικό έργο για ερωτική ζωή της Δέσποινας Αχλαδιώτη – Άφωνοι 2.000 αξιωματικοί στην παρουσίαση του εκτρώματος – Οργανωμένη απόπειρα απόκρυψης του θλιβερού κειμένου
Στην αρχή δεν θέλαμε να το πιστέψουμε. Με ένα απαράδεκτο μονόπρακτο θεατρικό που παρουσιάσθηκε στο Μέγαρο Μουσικής κατά τον εορτασμό της Ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων, διασύρθηκε η Κυρά της Ρω.
- του Ευθ. Π. Πέτρου, εφημερίδα «Εστία»
Μια Ελληνίδα, που και η ίδια έχει αναδειχθεί σε σύμβολο. Που υπήρξε φυσιογνωμία εμβληματική σε μια εσχατιά του ελληνισμού, σε ένα νησί στο στόμα κυριολεκτικά του λύκου. Σε απόσταση αναπνοής από τον Τούρκο. Εκεί κάθε πρωί έκανε την έπαρση της σημαίας και την έβλεπε να κυματίζει όσο υπήρχε φως.
Εκεί έχει ταφεί, αιώνιος ακρίτας των ιδανικών του έθνους και της φυλής. Εκεί οφείλουν να της αποδίδουν τιμή οι Έλληνες. Και πρώτα από όλους οι Ένοπλες Δυνάμεις που και αυτές είναι θεματοφύλακες των ιδίων ιδανικών και των ιδίων αξιών του ελληνισμού. Ορθώς λοιπόν, στην εορτή των Ενόπλων Δυνάμεων προεβλέπετο αναφορά στην Δέσποινα Αχλαδιώτη.
Αναφορά τιμητική, όχι αναφορά εξευτελιστική….
Ποιος απεφάσισε η αναφορά αυτή να είναι ένα θεατρικό μονόπρακτο, το οποίο μακρυά από κάθε έννοια τέχνης, μακρυά από κάθε έννοια πραγματικότητος διασύρει την Ελληνίδα. Δεν μας ενοχλεί ότι παρουσιάζει μιαν ανθρώπινη πτυχή της παρουσίας της στο ακριτικό νησί. Παντού υπάρχει το ανθρώπινο στοιχείο. Άλλο αυτό όμως και άλλο ο ευτελισμός. «Δεν τη φοβάμαι την ερημιά» βάζει την ηρωίδα να λέγει ο συντάξας το μονόπρακτο. Και μέχρι εδώ καλά.
Παρακάτω όμως την έχει να αναφέρεται στον σύζυγό της και να λέει:
«Και ήταν πάντα ο Κώστας μου , αυτό που ήταν η ψυχούλα του, ήταν το κορμάκι του, κοιμόμουν μαζί του και ένιωθα ότι ο κόσμος μπαίνει στη θέση του… Ε! Είχε προσόντα ο άτιμος!… Και πώς να μην έχει δηλαδή… μη γελιόμαστε τώρα… άντρας που βάζει κάτω τη γίδα και τα άλλα τον κοιτούν σαν να τους χάλασε τον αρραβώνα…»
Τι είναι αυτά; Πώς επετράπη να ακουσθούν δήθεν από την Κυρά της Ρω; Πώς επετράπη να παρουσιασθεί αυτό μονόπρακτο στο πλαίσιο μιας εορταστικής εκδηλώσεως που οργανώθηκε από το ΓΕΕΘΑ; Δεν ήξεραν τι λέγει το θεατρικό; Δεν το ήλεγξε κανείς; Ούτε αρχηγός ούτε επιτελής ούτε κανείς; Και έφθασε να παρουσιάζεται προ ενός ακροατηρίου 2000 αξιωματικών και πολιτών!
Δικαιολογία δεν υπάρχει. Έξι χρόνια παρουσιάζεται αυτό θεατρικό, γραμμένο από τον Γιάννη Σαραγκά. Έξι χρόνια υποδύεται την Κυρά της Ρω η ηθοποιός Φωτεινή Μπαξεβάνη. Έξι χρόνια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (!) εκφωνεί την φράση «βάζει κάτω τη γίδα» Και αυτό θεωρείται απόδοσις τιμής στην Κυρά της Ρω!
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Παρακάτω ο μονόλογος του μονόπρακτου αναφέρει:
«Συ θα θα μου δώσεις το χέρι, θα κλείσεις τα μάτια και όλα τα υπόλοιπα θα τα κάνω γώ. Ε! Αυτά τα υπόλοιπα ήταν ολόκληρη η ζωή μας…. Μόνο ε! Που κάποιες με μπέρδευε… ξαπλώναμε στο κρεβάτι για να κάνουμε… παντρεμένοι που ήμασταν και εκεί που ήταν έτοιμος να… πάνω που του ‘ρχότανε το ‘’Θεέ μου συγχώρα με’’ φώναζε Ώπα. Τι Ώπα ; κόντευα να τρελλαθώ. Ωπα μία, ώπα δύο, ώπα τρεις και δεκατρείς… Τι ώπα θα του πω χριστιανέ μου, στο κρεβάτι είσαι δεν σέρνεις χορό…. Ώπα έλεγε ο άνθρωπος… γλεντούσε… κατάλαβα ότι όσο με είχε εδώ στην άκρη του κόσμου θα με γλένταγε όσο με είχε και τον είχα, θα ήμουν η προσωπική του χαρά… θα με κοιτά και θα με γιορτάζει».
Και παρακάτω: «Δεν τον εγκατέλειπαν οι δυνάμεις του αλλά το χάρισμά του. Δεν τον άκουγαν πια τα ζωντανά, ούτε τον εμπιστεύονταν. Ένα απόγευμα πάει να αρπάξει ένα κι αυτό αντί να του παραδοθεί πείσμωσε, του δίνει μια στο στήθος και τον πετάει στο χώμα...»
Τι θέση έχουν τέτοια κείμενα, τέτοιοι μονόλογοι σε ένα θεατρικό για την Κυρά της Ρω, την γενναιότητα και τον πατριωτισμό της;
Ποιος πρέπει να απολογηθεί για το ατόπημα; Ποιος πρέπει να δώσει εξηγήσεις;
Αλλά και παρακάτω, εκεί που ενόμιζε ο θεατής ότι επί τέλους θα ακούσει κάτι για την γυναίκα-σύμβολο και για την σημαία της, άκουσε βωμολοχίες να «διανθίζουν» τον μονόλογο. Βωμολοχίες, που όχι μόνον δεν είχαν θέση στο Μέγαρο Μουσικής, αλλά ούτε εξυπηρετούσαν σε τίποτε την «πλοκή» του μονολόγου ή την δομή του θεατρικού. Φαίνεται ότι απλώς ο συγγραφεύς ήθελε να περιλάβει βωμολοχίες.
Διαβάζουμε:
«Δεν θυμάμαι πότε ήταν που αγάπησα τη σημαία, θυμάμαι όμως τη στιγμή που αποφάσισαν να την ανεβοκατεβάζω κάθε μέρα. Είχε σημασία πως την ανεβάζω, δεν τραβάμε και ας ανέβει, πρέπει να νιώθεις την ανάσα στο ύφασμα, να μετράς τον αέρα σαν καπετάνιος… θέλει συγκέντρωση για να μην διακόπτεις την κίνηση, για να μην ανυψώνεται το ύφασμα σαν να αιωρείται, χρειάζεσαι πειθαρχία όχι επειδή λίγοι μπορούν να το καταφέρουν , αλλά επειδή ελάχιστοι μπορεί να κοιτάζουν ένα πανί και να βλέπουν ένα καραβάκι. Για αυτό χρειάζεται τόση πειθαρχία, γιατί είτε χάρτινο είναι είτε πραγματικό, θέλει πολύ πίστη και ακόμα περισσότερο μαγεία για να κρατήσεις ένα καράβι στον αέρα.
Και τι δεν τράβηξα για αυτή τη μαγεία Θεέ μου… Τούρκοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Άγγλοι και δεν συμμαζεύεται, τελειωμό δεν είχαν αυτοί που μας έβαλαν στο μάτι, λες και θα τελείωνε ο κόσμος από μια σημαία, δεν τους έφτανε μόνο να την κατεβάζουν, ερχόντουσαν και κλοτσούσαν την πόρτα την πόρτα που κλειδωνόμουν στον Άη Γιώργη για να με τρομάξουν, βαρούσαν τους τοίχους, για να με ακούσουν να φοβάμαι, να παρακαλάω, κατουρούσαν και έχεζαν όπου ήθελαν, όπου νόμιζαν ότι θα με πληγώσει…»
Και έτσι αποδυναμώνεται η κορυφαία φράσις την οποία αναφωνεί η Κυρά της Ρω: «Τόση σημασία βρε κερατάδες έχει η σημαιούλα μιας γριάς;». Μια φράσις που έπρεπε να είναι η πεμπτουσία του μονολόγου, το ξέσπασμα της πίστεως στην σημαία και όλων αυτών που εκπροσωπούνται από το εθνικό σύμβολο, χάνεται ανάμεσα σε «προσόντα» σε «γίδες» και σε βωμολοχίες. Κρίμα.
Δυστυχώς ο κατήφορος δεν έχει τέλος. Εδώ έπρεπε να μιλάμε για την Ελλάδα και για την ελληνική σημαία. Και όμως φέρεται να λέγει η Κυρά της Ρω: «Δεν χρειάζομαι ούτε τα παραμύθια τους, ούτε τη χολή τους, γιατί υπάρχουν πολλές πατρίδες».
Η πατρίδα της Δέσποινας Αχλαδιώτη ήταν μία. Και δεν επιτρέπεται σε κανέναν να την αμφισβητεί. Και δεν επιτρέπεται το ΓΕΕΘΑ να επιτρέπει να μιλάει κάποιος μέσα στην εκδήλωσή του, για «πολλές πατρίδες».
Και επαναλαμβάνεται παρακάτω: «Υπάρχουν πολλές πατρίδες αλλά πρέπει να τις χάσεις για να γίνουν δικές σου και γω τις έχασα όλες μία-μια, για αυτές τις πατρίδες θέλω να πω, για αυτό το βάρος, που γέρνει τις πλάτες όσων νοιάζονται , που δεν ξέρω αν πείσμα, φιλότιμο ή αφέλεια, δεν ξέρω… Στον κόσμο των ανθρώπων θέλω αντί για ίχνη θα ήθελα να αφήσω μια σημαία αυτή του ασήμαντου ανθρώπου… θέλω να φτιάξω μια σημαία με αυτά θα είναι η σημαία της χώρας μου της δικής μου χώρας, πάνω εδώ σε αυτή την ξερή φλούδα που θα είναι η χώρα των ανθρώπων που μισεύουν και χάνονται…».
Λοιπόν, δεν ήταν σημαία των ασημάντων αυτή που σήκωνε κάθε πρωί η Δέσποινα Αχλαδιώτη. Δεν σημαία ανθρώπων «που μισεύουν και χάνονται» η ελληνική σημαία. Είναι σύμβολο εθνικών αγώνων, αίματος και θυσίας. Είναι το σύμβολο χιλιάδων χρόνων ιστορίας στην οποία μετέχουν όσοι πάλλονται από συγκίνηση μόνο στην ανάμνηση της Κυράς της Ρω, γιατί συμμερίζονται τα ίδια ιδανικά και τις ίδιες αξίες. Γιατί μετέχουν στην Ελλάδα.
Τι σχέση μπορεί να έχουν με όλα αυτά οι μονόλογοι μικρό μέρος των οποίων παραθέσαμε; Και από πού και έως πού παρουσιάσθηκαν σε εκδήλωση των Ενόπλων Δυνάμεων; Εδώ υπάρχουν ευθύνες. Και πρέπει να καταλογισθούν.