Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, με λόγο άμεσο, μιλά στο Newsbomb.gr για την αλήθεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και για την ουσία του αγώνα και των ιδεών. Επίσης, διαλύει κάποιους από τους πιο διαδεδομένους μύθους του…
Αναστασία – Βασιλική Γκολέμη
Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, ένας άνθρωπος που έζησε από «μέσα» τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και δέχτηκε 51 χρόνια μετά, να μοιραστεί τις αναμνήσεις του. Τον συναντήσαμε σε έναν παλιό δρόμο της Αθήνας, σ’ ένα καφέ που έμοιαζε να έχει ξεμείνει από μια άλλη εποχή. Μιλούσε λιτά, αλλά κάθε του φράση ήταν γεμάτη εικόνες από τα δραματικά γεγονότα, εκείνες τις ημέρες του Νοέμβρη του ‘73.
- Αρχικά μας περιέγραψε τη ζωντάνια και την ένταση που επικρατούσαν, την οργάνωση που στήθηκε μέσα στο Πολυτεχνείο, τα διλήμματα, τις συνελεύσεις και τις αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν κάτω από δύσκoλες συνθήκες.
Χρύσανθος Λαζαρίδης, ένας άνθρωπος που έζησε από «μέσα» τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και δέχτηκε 51 χρόνια μετά, να μοιραστεί τις αναμνήσεις του. Τον συναντήσαμε σε έναν παλιό δρόμο της Αθήνας, σ’ ένα καφέ που έμοιαζε να έχει ξεμείνει από μια άλλη εποχή. Μιλούσε λιτά, αλλά κάθε του φράση ήταν γεμάτη εικόνες από τα δραματικά γεγονότα, εκείνες τις ημέρες του Νοέμβρη του ‘73.
Αρχικά μας περιέγραψε τη ζωντάνια και την ένταση που επικρατούσαν, την οργάνωση που στήθηκε μέσα στο Πολυτεχνείο, τα διλήμματα, τις συνελεύσεις και τις αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν κάτω από δύσκoλες συνθήκες.
Συνέχισε, περιγράφοντας τη δυναμική των φοιτητικών οργανώσεων, τους ρόλους που έπαιξαν τα διάφορα πολιτικά ρεύματα, και για τη στιγμή που όλοι έπρεπε να αποφασίσουν, αν θα παρέμεναν εκεί. Ήταν απόφαση για όλους τους…
Καθώς περιέγραφε την κορύφωση της σύγκρουσης, το βράδυ που τα άρματα κατέβηκαν στη Μεσογείων και την Αλεξάνδρας, τα λόγια του γίνονταν πιο κοφτά, σαν να ξαναζούσε το δράμα εκείνης της νύχτας.
Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης δεν αναλώθηκε σε εξιδανικεύσεις. Όσα έλεγε, απέπνεαν μια ειλικρίνεια που σε έκανε να νιώθεις το πραγματικό βάρος του Πολυτεχνείου: «Τη συλλογική προσπάθεια, τα λάθη και τις εντάσεις, αλλά και την αδιαμφισβήτητη ηθική νίκη μιας γενιάς που τόλμησε να σταθεί απέναντι στη χούντα».
«Δεν ξέραμε τι θα μας ξημερώσει, όχι το τι θα συμβεί μετά από 51 χρόνια»
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 ήταν μια μαζική κινητοποίηση φοιτητών και νέων εργαζομένων που ύψωσαν το ανάστημά τους στη στρατιωτική δικτατορία της περιόδου 1967-1974. Μέσα από τις συντονισμένες δράσεις, τον ραδιοφωνικό πομπό και την οργάνωση του αγώνα, το Πολυτεχνείο έγινε σύμβολο αντίστασης κατά της δικτατορίας.
«Ό,τι και να κάνεις, όσο μεγάλο κι αν είναι, πρέπει να παραμένεις ταπεινός»
Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, μιλώντας για την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα διδάγματα που αντλούν οι νέοι σήμερα, ανέφερε: «Δεν είχαμε τα μάτια μας στραμμένα στο απώτερο μέλλον, αλλά στο τι θα γίνει εκείνη τη στιγμή. Που καταλαβαίναμε ότι ήταν σημαντική. Τα διδάγματα που πήραμε από εκείνες τις μέρες είναι πολλά, με το πιο βασικό να είναι η ταπεινότητα.
- Ό,τι και να κάνεις, όσο μεγάλο κι αν είναι, πρέπει να παραμένεις ταπεινός. Γιατί αν καβαλήσεις το καλάμι, αν πιστέψεις ότι έχεις κάνει κάτι “ανεπανάληπτο”, μπορεί να καταστρέψεις κι αυτό που έκανες, αλλά και τον ίδιο σου τον εαυτό, Πρέπει να θυμίζεις στον εαυτό σου συνεχώς: τα πιο σημαντικά είναι αυτά που ΔΕΝ έχω τολμήσει ακόμα».
Στη συνέχεια, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης αναφέρθηκε στον ενθουσιασμό της ηλικίας: «Σκεφτείτε σε ηλικία 20-21 ετών – εγώ τότε ήμουν μόλις 19 – να πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να κάνει ό,τι δεν κατάφερε κανείς άλλος. Όσοι από εμάς το καταλάβαμε εγκαίρως, προσπαθήσαμε να είμαστε ταπεινοί. Και ταυτόχρονα να συνειδητοποιούμε τις συνέπειες των πράξεών μας, ακόμα κι αν οι επιπτώσεις τους δεν ήταν τότε άμεσα ορατές. Να οραματιζόμαστε, χωρίς να ξιπαζόμαστε».
- Τονίζει επίσης τη σημασία της εμπειρίας και της ισορροπίας μεταξύ της νεανικής επιθυμίας για “επανάσταση” και της ευθύνης απέναντι στους άλλους: «Οι νέοι συχνά νομίζουν ότι βλέπουν “αλήθειες” που οι μεγαλύτεροι δεν μπορούν να δουν. Αυτό είναι απελευθερωτικό για τη σκέψη τους και παγιδευτικό για την κρίση τους. Νομίζουν, προς στιγμήν, ότι τα ξέρουν όλα ή τα ξέρουν καλύτερα από τους προηγούμενους. Η αλήθεια βρίσκεται πάντα κάπου στη μέση. Οι παλαιότεροι έχουν δει κι έχουν ζήσει περισσότερα, γνωρίζουν περισσότερα, αλλά τολμούν πολύ λιγότερο. Και οι νέοι, όσο και αν νομίζουν ότι καταλαβαίνουν τα πάντα και μπορούν τα πάντα, υπάρχει πάντα κάτι σημαντικό που τους διαφεύγει».
Αναφερόμενος στην ιστορική σημασία του Πολυτεχνείου, λέει: «Ένα δεύτερο σημαντικό δίδαγμα είναι η ανάγκη να διαχειρίζεσαι την τύχη όσων βρίσκονται γύρω σου με προσοχή – με αίσθημα ευθύνης. Όταν παίρνεις αποφάσεις που αφορούν τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων, πρέπει πάντα να ισορροπείς ανάμεσα στον πόθο για Ανατροπή και στην ανάγκη να εξασφαλίσεις την ασφάλεια όσων είναι μαζί σου. Αυτό μόνό βιωματικά μπορείς να το μάθεις. Αν δεν το βιώσεις ο ίδιος, δεν μπορείς να το μεταφέρεις στους άλλους».
«Αυτά είναι τα διδάγματα του Πολυτεχνείου, 51 χρόνια μετά»
Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης καταλήγει με μια σκέψη για την αποφασιστικότητα: «Εμείς, όταν αποφασίσαμε να μείνουμε μέσα στο Πολυτεχνείο, ξέραμε- διαισθανόμασταν, ότι δεν θα πετύχουμε άμεσα τον στόχο μας. Δεν θα ρίχναμε τη χούντα μόνοι μας. Η χούντα έπεσε τελικά οκτώ μήνες αργότερα, αφού μεσολάβησε το πραξικόπημα του Ιωναννίδη κατά Μακαρίου στην Κύπρο, η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τελικά η τραγωδία της Κύπρου.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποδυνάμωσε τη χούντα, οδήγησε στην άμεση ανατροπή του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη και σε όσα ακολούθησαν όλους τους επόμενους μήνες. Ήταν μια νεανική εξέγερση που κατάφερε να δείξει ότι μπορούμε να αντισταθούμε στην δικτατορία. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Έστειλε ένα μήνυμα, ότι το δικτατορικό καθεστώς δεν ήταν ούτε σταθερό, ούτε “δημοφιλές” ούτε “ακατανίκητο”. Κι αυτό φάνηκε κι είχε δραματικά αποτελέσματα. Η χούντα “τραυματίστηκε” – κλονίστηκε. Αλλά δεν έπεσε τότε».
Επιπλέον, ο ίδιος αναγνωρίζει ότι, αν και η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν άλλαξε άμεσα την πολιτική κατάσταση της χώρας, κατάφερε ωστόσο να σταματήσει την πορεία “νομιμοποίησής” του δικτατορικού καθεστώτος, μέσα από ελεγχόμενες εκλογές – που είχαν προγραμματιστεί για μετά από μερικούς μήνες. Να μετατραπεί δηλαδή σε ένα αυταρχικό καθεστώς με “κοινοβουλευτικό μανδύα”. Και να διαιωνίσει, έτσι, την κυριαρχία του.
«Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν άλλαξε την Ελλάδα αμέσως. Όμως το Πολυτεχνείο σταμάτησε την πορεία “εξομάλυνσης” του καθεστώτος και έφερε τον αέρα της αμφισβήτησης, κάτι που το καθεστώς δεν μπορούσε να αντέξειι τότε. Αυτή η ανατροπή, έστω και μικρή, είχε τον αντίκτυπό της στην πολιτική ιστορία της χώρας», είπε.
Όσον αφορά τη στάση της Αριστεράς και ιδιαίτερα του ΚΚΕ: «Είχε δοθεί γραμμή να βγουν από το Πολυτεχνείο όσοι είχαν μπει από την πρώτη βραδιά, με τη λογική ότι “δεν υπήρχε στήριξη από την κοινωνία”. Στην “Πανσπουδαστική νούμερο 8”, την παράνομη εφημερίδα της ΑΝΤΙ-ΕΦΦΕ τότε (της σπουδαστικής Οργάνωσης του ΚΚΕ) που κυκλοφόρησε τρείς μήνες αργότερα – επί δικτατορίας ακόμα – αυτό ομολογήθηκε απερίφραστα. Και η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποδόθηκε τότε σε “προβοκάτορες”. Τον Φεβρουάριο του ’74 ήμασταν “προβοκάτορες”. Τον Νοέμβριο του 74, εννιά μήνες αργότερα, επί Δημοκρατίας πλέον, είχαμε μετατραπεί σε… ήρωες», πρόσθεσε.
«Το ΚΚΕ υποστήριζε ότι τα μέλη του έπρεπε να αποχωρήσουν. Κάποιοι υπάκουσαν, ενώ αρκετοί άλλοι παρέμειναν μέσα. Ο Ρήγας Φεραίος, νεολαία του ΚΚΕ εσωτερικού, όπου ανήκα εγώ, δεν είχε συγκεκριμένη γραμμή, αλλά είχε στείλει ανθρώπους να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ειδικά ένα καθοδηγητικό στέλεχος – τον Γρηγόρη Γιάνναρο – με τον οποίο συναντηθήκαμε μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου. Μας ενημέρωσε για το πώς έβλεπαν τα πράγματα, μας συμβούλευσε να προσέχουμε τους “προβοκάτορες”, αλλά δεν μας είπε να εγκαταλείψουμε τον αγώνα», ανέφερε.
Συνεχίζοντας, εξηγούσε πόσο δύσκολες ήταν οι στιγμές, πως διαρκώς παρακολουθούσαν την κατάσταση έξω, και πως τα πράγματα άλλαζαν από τη μία στιγμή στην άλλη. «Η κατάσταση ήταν δύσκολη. Η γραμμή που ακολουθήθηκε συνολικά ήταν πως το βασικό ήταν να αποδυναμώσουμε τη Χούντα, αν και γνωρίζαμε ότι δεν θα μπορούσαμε να τη ρίξουμε τότε. Επιδιώκαμε η εξέγερσή μας να άφηνε πίσω του ένα ανώτερο επίπεδο πολιτικοποίησης και ενότητας των αντιδικτατορικών δυνάμεων – αλλά η άμεση ανατροπή τους χούντας ξέραμε πως δεν ήταν εφικτή».
«Στο μεταξύ, εκλέξαμε εκπροσώπους που αποτέλεσαν τη Συντονιστική Επιτροπή. Αυτοί οργάνωσαν την καθημερινότητα: το κλείσιμο των θυρών, την περιφρούρηση, την αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων, και τη διαχείριση του ραδιοφωνικού σταθμού. Η πολιτική διακήρυξη γράφτηκε από εμένα, με προσθήκες από την Τόνια Μοροπούλου. Υπήρξαν διαφωνίες, κυρίως για μία παράγραφο που αναφερόταν στην έκκληση για ενότητα όλων των Ελλήνων, κι όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων, η οποία τελικά αφαιρέθηκε κατόπιν επιμονής της μειοψηφίας», σημείωσε.
«To κείμενο της Διακήρυξης της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης του Πολυτεχνείου το μεσημέρι της Παρασκευής, 16 Νοεμβρίου του 1973, το διάβασα στη Συνέντευξη Τύπου που δώσαμε στους δημοσιογράφους. Στη συνέντευξη ήταν μαζί μου ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, ο Σταύρος Λυγερός και ο Δημήτρης Χατζησωκράτης», σημείωσε η Τόνια Μοροπούλου σε συνέντευξή της στο Newsbomb.gr, δείχνοντας το χειρόγραφο κείμενο της:
«Όσο πλησίαζε το τέλος, γνωρίζαμε ότι η Χούντα δεν θα επέτρεπε να συνεχιστεί η κατάληψη. Όταν μας ενημέρωσαν ότι έρχονται άρματα μάχης, η ένταση κορυφώθηκε. Πιστεύαμε ότι οι φαντάροι που θα έρχονταν ίσως δεν ήθελαν να επιτεθούν με τα όπλα εναντίον μας. Πράγματι, οι δύο εκφωνητές του σταθμού μας, ο Μήτσος Παπαχρήστος και η Μαρία Δαμανάκη, και άλλοι, έκαναν συνεχείς εκκλήσεις και καλούσαν τους στρατιώτες να σταθούν με το μέρος μας. Τους λέγαμε δεν παραδινόμαστε – αλλά τους θυμίζαμε ότι δεν ήμασταν εχθροί τους, ήταν “αδέλφια” μας.
Τελικά, η βία ήταν αναπόφευκτη. Εμείς, από την πλευρά μας, παραμείναμε όσο πιο οργανωμένοι και ενωμένοι μπορούσαμε. Παρά τις δυσκολίες, αυτό ήταν σημαντικό, όχι μόνο για τη στιγμή εκείνη, αλλά και για όσα ακολούθησαν», περιέγραψε.
«Αυτό που γιορτάζουμε σήμερα ως Πολυτεχνείο δεν έχει καμία σχέση με ό,τι συνέβη τότε»
Σε ερώτηση για το αν εξακολουθεί να πιστεύει ότι πρέπει να σταματήσουν οι εορτασμοί για το Πολυτεχνείου ήταν κάθετος λέγοντας: «Την έχω αυτή την άποψη, και μάλιστα περισσότερο από ποτέ. Αυτό που γιορτάζουμε σήμερα ως “Πολυτεχνείο” δεν έχει καμία σχέση με ό,τι συνέβη τότε. Σήμερα βλέπουμε… αναρχο-αυτόνομους να καίνε τα πάντα, να βεβηλώνουν ελληνικές σημαίες, και ταυτόχρονα να επικαλούνται τους αγώνες μας. Εμείς αγωνιστήκαμε με την ελληνική σημαία και ό,τι αυτή συμβολίζει. Τώρα, κανείς δεν υπερασπίζεται αυτά τα σύμβολα. Αντίθετα, κάποιοι τα καίνε, προσβάλλοντας τον αγώνα μας. Και το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει καμία αντίδραση».
Επιμένοντας στο πώς θα δρούσαν οι τότε νέοι αν βρίσκονταν στη σημερινή εποχή, τόνισε: «Αν ήμασταν εμείς σε αυτή την ηλικία, δεν θα το επιτρέπαμε. Αυτοί που καίνε σημαίες και βεβηλώνουν τον αγώνα μας, δεν θα είχαν καλά ξεμπερδέματα. Τότε, κανείς δεν θα ανεχόταν τέτοιες προσβολές. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου έγινε αφού πετάξαμε τους “ανάρχες” έξω από τον χώρο. Και σήμερα επιστρέφουν και βεβηλώνουν το χώρο κάθε χρόνο, τιμώντας το “Πολυτεχνείο”! Αν δεν ήταν τόσο τραγικό θα ήταν εντελώς γελοίο.
Σήμερα, το ίδιο το κράτος, ακόμη και στις επετειακές εκδηλώσεις, δεν υπερασπίζεται ούτε τα σύμβολά του ούτε τη μνήμη όσων τιμά. Έτσι, οι εορτασμοί καταντούν άδειοι, ευκαιρίες για κομματικές παρελάσεις και θλιβερές προσβολές».
Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης αναφέρθηκε επίσης στην ευρύτερη ιστορική διάσταση του Πολυτεχνείου και πώς αυτή συγκρίνεται με άλλες, εξίσου σημαντικές στιγμές αντίστασης: «Η εξέγερση του Πολυτεχνείου έχει χάσει τη σύνδεσή της με την ουσία της. Ήταν μια σημαντική στιγμή νεολαίστικης εξέγερσης, αλλά υπήρξαν κι άλλες, πολύ μεγαλύτερες στιγμές αντίστασης στην πρόσφατη ιστορία μας, που παραμένουν άγνωστες και τις σκέπασε ο Λήθη.
Για παράδειγμα, η μαζική κινητοποίηση στις αρχές του 1943 – επί Ναζιστικές Κατοχής – ενάντια στην πολιτική επιστράτευση που σχεδίαζαν τότε οι Γερμανοί Καταχτητές. Εκείνη η εξέγερση ένωσε όλη την Ελλάδα, από το ΕΑΜ μέχρι τον τότε Αρχιεπίσκοπο! Η Ελλάδα ήταν ίσως η μόνη χώρα στην κατεχόμενη Ευρώπη που δεν έστειλε εργατικό δυναμικό στη Γερμανία. Είχαμε περισσότερους νεκρούς τότε από ό,τι στο Πολυτεχνείο – και όμως αυτό το γεγονός παραμένει σχεδόν ξεχασμένο».
Παραθέτοντας και άλλες ιστορικές στιγμές, είπε: «Ένα άλλο παράδειγμα είναι το συλλαλητήριο που έγινε στα μέσα του 1943, επίσης επί Γερμανικής Κατοχής, ενάντια στην ενσωμάτωση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Και τότε υπήρξαν νεκροί, αλλά κανείς δεν μιλάει για αυτό πια. Ή, πολύ αργότερα, το 1956, όταν ο Καραολής και ο Δημητρίου απαγχονίστηκαν από τους Βρετανούς στην Κύπρο. Αυτή η θυσία σχεδόν αγνοείται. Η Ελλάδα πρέπει να ονομάσει έναν δρόμο στην πρωτεύουσά της, μπροστά από την πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου με τα ονόματά τους αυτών που εκτέλεσαν οι Βρετανοί Αλλά πολλοί Έλληνες δεν γνωρίζουν καν ποιοι ήταν;».
Επιπλέον, κατέθεσε μια συνολική άποψη για την ιστορική μνήμη και τους εορτασμούς του Πολυτεχνείου: «Το να γιορτάζουμε επιλεκτικά κάτι που βολεύει πολιτικά, ενώ αγνοούμε μεγαλύτερες πράξεις Αντίστασης, είναι υποκρισία. Το Πολυτεχνείο έχει γίνει ένας “μύθος” που καλλιεργεί την ηθική υπεροχή της Αριστεράς έναντι της Δεξιάς – κι ας ήταν η “¨επίσημη” Αριστερά απούσα από το Πολυτεχνείο. Όμως, ο τότε αγώνας μας δεν ανήκε αποκλειστικά σε μια παράταξη. Ήταν ένας αγώνας που εξέφραζε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, πέρα από κομματικές ταυτότητες. Πρέπει να σταματήσουμε να φανατίζουμε τη μνήμη με ψέματα. Να είμαστε ταπεινοί και ειλικρινείς με την ιστορία μας, για να μπορέσουμε να μάθουμε από αυτή και να χτίσουμε το μέλλον με καθαρό μυαλό και καρδιά».
«Οι ιδέες και οι αγώνες αποκτούν αξία όταν απαιτούν ρίσκο»
Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, συνεχίζοντας, υπογράμμισε ότι υπάρχει και ένα μεγάλο ψέμα: «Η επίσημη Αριστερά δεν “πρωτοστάτησε” στο Πολυτεχνείο. Ένα μέρος της δεν συμμετείχε καν. Όλοι όσοι βρεθήκαμε εκεί – αριστεροί τότε οι περισσότεροι – το έχουμε καταθέσει. Παρόλα αυτά, για κάποιο λόγο, το Πολυτεχνείο παρουσιάζεται σήμερα ως “αγώνας της Αριστεράς”. Δεν ήταν. Ο ελληνικός λαός στράφηκε κατά της χούντας, κυρίως λίγο πριν από την πτώση της. Ίσως το Πολυτεχνείο να έπαιξε κάποιον ρόλο σε αυτό, αλλά το ίδιο το καθεστώς είχε αρχίσει να χάνει τη δημοτικότητά του μόλις μετά το 1972».
Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης τόνισε επίσης ότι η αντίσταση στη χούντα δεν ήταν τόσο μαζική όσο παρουσιάζεται σήμερα: «Εμείς, όσοι κάναμε αντίσταση τότε, γνωρίζουμε πως ήμασταν σχετικά λίγοι. Δεν είχαμε ευρεία κοινωνική στήριξη στην αρχή. Η κοινωνία ήταν σε μεγάλο βαθμό μάλλον αδιάφορη – ή μουδιασμένη. Μόλις μετά τον Φεβρουάριο του 1973, άρχιζε να αλλάζει το κλίμα σε βάρος της χούντας. Και κυρίως στις πόλεις…
Η Ελλάδα βίωσε ένα μοναδικό φαινόμενο: οι περισσότεροι φανατικοί αντιχουντικοί να μας προκύψουν… αφότου έπεσε η χούντα!
Αυτό δεν το λέω για να μειώσω τα φρονήματα κανενός, αλλά είναι μια πραγματικότητα. Τότε ήταν ρίσκο να είσαι αντιχουντικός. Μετά την πτώση της χούντας, ήταν απλώς βολικό».
Καταλήγοντας, επεσήμανε τη σημασία της συνέπειας και της ειλικρίνειας στον αγώνα: «Οι ιδέες και οι αγώνες αποκτούν αξία όταν απαιτούν ρίσκο. Αν μια ιδέα την υπερασπίζεται με ειλικρίνεια και αυταπάρνηση, αυτό φαίνεται στην πορεία, όχι από το πόσα μπράβο θα ακούσει κανείς ή από το πόσο θα ανέβει στην καριέρα του. Αντιθέτως, όταν κάποιος προσαρμόζει τις πεποιθήσεις του ανάλογα με το τι τον ωφελεί, αυτό δεν έχει καμία αξία. Η αλήθεια, λοιπόν, δεν είναι ζήτημα δημοφιλίας ή επιδοκιμασίας, αλλά συνέπειας και θάρρους»
Διαβάστε το ιστορικό έντυπο του «ΕΡΜΕΙΑ» που εκδόθηκε εκείνες τις ημέρες: