Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης στις φυλακές της Αίγινας
Αχ, τι υπέροχα δάχτυλα είναι αυτά, τρυφερά, αβροδίαιτα, άδολα, σαν βρεφικά. Επεξεργασμένη φωτογραφία που εστιάζει στα χέρια των ηγετών της ΕΕ σε κάποια Σύνοδο Κορυφής. Και από κάτω μια λέμβος με απελπισμένους, αγριωπές εκφράσεις, σκληροτράχηλα πρόσωπα, ακόμη και στο ακρόπρωρο είναι σφηνωμένη μια προσφυγοπούλα γοργόνα.
«Ασθενείς και οδοιπόροι» επιγράφεται η μεγάλη έκθεση του Γιάννη Ψυχοπαίδη που εγκαινιάστηκε το περασμένο Σάββατο στις παλιές φυλακές της Αίγινας, τμήμα του έργου του εν προόδω με τίτλο «Το γράμμα που δεν έφτασε».
Ο εκθεσιακός χώρος, το παλιό καποδιστριακό ορφανοτροφείο ήταν τόπος εγκλεισμού για εκατό χρόνια, φυλακές για ποινικούς και πολιτικούς κρατουμένους και σήμερα έχει μετατραπεί σε πολιτιστικό χώρο.

Πολλοί πίνακες εκτυλίσσονται σε τρία επάλληλα επίπεδα, συχνά στο πρώτο βλέπουμε αρχαία αγάλματα, κάποιες φορές με δάκρυα αίματος, στο δεύτερο επεξεργασμένες φωτογραφίες προσφύγων, στο τρίτο διαδηλώσεις και επεμβάσεις της αστυνομίας ή οστεοφυλάκια με αρχαίες κάρες.
Η απατηλή Γη της Επαγγελίας, ο πόθος για μια άλλη ζωή, η επίκαιρη βία σε μια χώρα που στα έγκατά της έχουν εναποτεθεί ανθρώπινα συντρίμμια αιώνων.
Ο Ψυχοπαίδης είναι από τους καλλιτέχνες που εδώ και δεκαετίες εμμένει σε μια ζωγραφική που δεν παρουσιάζει απλώς αλλά κρίνει την πραγματικότητα. Και τώρα αυτός κρίνει ότι η τέχνη τουλάχιστον πρέπει να αποδώσει στους αχειροκρότητους νεκρούς της προσφυγιάς την αξιοπρέπεια που στερήθηκαν.
Τα ανεπίδοτα γράμματα και η τέχνη

Συχνό μοτίβο στα έργα που εκτίθενται στην Αίγινα είναι το γράμμα που δεν έφτασε, επιστολές σταλμένες από καθημαγμένες χώρες σε συνοικίες της Αθήνας, μηνύματα της οικογένειας στον ξενιτεμένο, γράμματα σκισμένα, πατικωμένα μέσα σε σελοφάν των ταχυδρομείων, γράμματα που δεν βρήκαν ποτέ τον παραλήπτη τους.
Αλλά αυτός ο ραψωδός των καταφρονεμένων δεν ξεχνά ούτε τους παλιούς κρατούμενους των φυλακών, αυτούς που έβλεπε καμιά φορά με συνοδεία αστυνομικών στα καΐκια για την Αίγινα, όταν ο ίδιος παιδί ακόμη πήγαινε για διακοπές τη δεκαετία του πενήντα.
Ένας πίνακας δείχνει τη φωτογραφία ενός νεαρού με εκφραστικά μάτια και δίπλα την ακόλουθη επιστολή με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1949 προς το τέλος του Εμφυλίου: «Πολυαγαπημένη μητέρα, σου γράφω μόλις μου ανεκοινώθη η θανατική καταδίκη. Τις τελευταίες αυτές στιγμές της ζωής μου η σκέψη μου τρέχει σε σένα, τη γλυκιά μου μανούλα που τόσο αγαπώ. Γ.Ψ.»
Ανάμεσα στην αρχαία θλίψη των σιωπηλών αγαλμάτων και τους αφανείς ναυαγούς του Αιγαίου εμείς πού βρισκόμαστε, δεν παίζουμε κανένα ρόλο, ρωτάμε τον καλλιτέχνη. «Εμείς», απαντά, «είμαστε παρόντες, παρατηρούμε όσα γίνονται, συνειδητοποιούμε, μιλάμε γι’ αυτά». Νιώθουμε πως δεν υπάρχει ίχνος ακτιβισμού σ’ αυτά που βλέπουμε κι ακούμε απόψε σ’ αυτό τον τόπο των καταραμένων ψυχών. Η τέχνη είναι κάτι πιο λεπταίσθητο και διεισδυτικό από τις διακηρύξεις.
Μιλώντας στους παρευρισκόμενους ο Γιάννης Ψυχοπαίδης λέει και πάλι απλά: «Η τέχνη μεταφέρει μια εικόνα της πραγματικότητας που θα μπορούσε όμως να είναι διαφορετική.» Και από κάτω η γυναίκα του η Ρόη τον παρακολουθεί με μάτια που λάμπουν, για μυριοστή φορά.

