Η νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης —αν τη δούμε ψύχραιμα και χωρίς συναισθηματισμό— είναι ένα διπλό μήνυμα:
- Aπό τη μία δείχνει πολιτική βούληση να προχωρήσουν deals στρατηγικού χαρακτήρα όπως αυτό της Euronext, από την άλλη όμως διαβρώνει τη θεσμική αξιοπιστία της αγοράς με τρόπο που μπορεί να της κοστίσει μακροπρόθεσμα.
Από τεχνική άποψη, η αλλαγή του νόμου εν μέσω ενεργής δημόσιας πρότασης αποτελεί κάκιστη πρακτική — διότι αλλοιώνει τους κανόνες ενώ το “παιχνίδι” παίζεται.
- Το μήνυμα που στέλνει στους επενδυτές, κυρίως στους ξένους θεσμικούς, είναι ότι το πλαίσιο στην Ελλάδα δεν είναι σταθερό, αλλά μπορεί να μεταβληθεί ανάλογα με το ποιος έχει το πάνω χέρι.
Η μείωση του ορίου αποχώρησης από το 95% σε απλή πλειοψηφία διευκολύνει τις συγχωνεύσεις και εξαγορές, αλλά ταυτόχρονα αφαιρεί από τους μικρομετόχους το βασικό τους όπλο — τη δυνατότητα να αποτρέψουν μια έξοδο που θεωρούν άδικη.
- Ακόμη πιο προβληματική είναι η δυνατότητα “αναθεώρησης” της δημόσιας πρότασης προς τα κάτω: αυτό μετατρέπει μια δεσμευτική διαδικασία σε κάτι ευμετάβλητο και θέτει υπό αμφισβήτηση τη διαφάνεια της αγοράς.
Με απλά λόγια, η κυβέρνηση έκανε αυτό που θα έκανε ένας “realpolitik” παίκτης: βοήθησε να κλείσει μια συμφωνία με διεθνές κύρος (Euronext) προσδοκώντας μακροπρόθεσμα οφέλη για το Χρηματιστήριο.
- Όμως το έκανε με βραχυπρόθεσμη λογική, χωρίς να σκεφτεί το κόστος εμπιστοσύνης, το έκανε για να κομπορρημονεί μετά “βλέπετε: εμείς φέρνουμε επενδύσεις”.
Η ουσία είναι πως τέτοιες κινήσεις δεν χτίζουν θεσμούς — τους εργαλειοποιούν. Και χωρίς θεσμούς, η αγορά μπορεί να προσελκύσει κάποια κεφάλαια, αλλά δύσκολα θα κρατήσει επενδυτές. Και για αυτό συνεχίζεται το άδειασμα.
- Αν το πω σε μια φράση: Η παρέμβαση μπορεί να διευκολύνει ένα deal, αλλά αποδυναμώνει την αγορά.






