- «Από τέτοιες ισχυρές δυνάμεις ή πλάσματα κάτι θα πρέπει να ’χει επιζήσει… κάτι από μια απίστευτα μακρινή εποχή, τότε που ο νους εκδηλωνόταν με σχήματα και μορφές που έχουν από καιρό χαθεί απ’ το επερχόμενο κύμα της ανθρωπότητας… μορφές που μακρινή ανάμνησή τους μόνο στην ποίηση και στο μύθο υπάρχει πια· τις ονόμασαν θεούς, τέρατα και μυθικά όντα όλων των ειδών». – Άλγκερνον Μπλάκγουντ
Howard Phillips Lovecraft – Ο Άρχοντας του Υπερφυσικού Τρόμου.
Ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, ο μεγαλύτερος συγγραφέας φαντασίας, γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1890 στο Πρόβιντενς του Ροντ Αιλαντ των Η.Π.Α. και πέθανε στις 15 Μαρτίου 1937. Οι γονείς του ήταν βρετανικής καταγωγής κι ο ίδιος, λόγω ανατροφής, παρέμεινε φανατικά αγγλόφιλος σ’ όλη την ζωή του. Ο πατέρας του Γουίνφιλντ Σκοτ Λάβκραφτ ήταν (φαινομενικά) πλανόδιος πωλητής ασημικών. Φαίνεται πως τρελάθηκε όταν ο Λάβκραφτ έγινε τριών χρονών και πέθανε το 1898 όταν ο γιος του έκλεινε τα οχτώ. Η μητέρα του Σάρα Σούζαν Φίλιπς Λάβκραφτ καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια του Ροντ Άιλαντ· ακολούθησε κι αυτή την τύχη του συζύγου της. Τρελάθηκε όταν ο Λάβκραφτ έγινε 29 χρονών και πέθανε δυο χρόνια αργότερα, το 1921. Μπορεί κανείς να φανταστεί το μεγάλο, βαθύ τραύμα που έμεινε μέσα του κάνοντας περίπλοκη την ζωή του. Μια ζωή ουσιαστικά τραυματισμένη από τότε που ήταν παιδί.
Η ευθύνη για την καταστροφή της ζωής του Λάβκραφτ βαραίνει αποκλειστικά την μητέρα του. Ήταν μια ψυχονευρωτική, φαντασμένη γυναίκα, που τον καταπίεζε με μια βασανιστικά ασφυχτική υπερφροντίδα θέλοντας να τον προφυλάξει απ’ τους φανταστικούς κινδύνους της πραγματικότητας. Έφτασε στο σημείο να τον κρατά σχεδόν φυλακισμένο στο μοναχικό τους σπίτι, κάτι που συνέβαλε αποτελεσματικά στην διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Ακόμη και μεγάλος απόφευγε τον κόσμο- και σ’ αυτόν τον κόσμο δεν μπόρεσε ποτέ του να εγκλιματιστεί, ούτε να τον αντιμετωπίσει, ούτε να τον αποδεχτεί. Η συνδιαλλαγή του Λάβκραφτ μ’ αυτόν τον κόσμο της καθημερινότητας, η ρεαλιστική επαφή μαζί του, δεν έγινε ποτέ. Παρέμεινε «έξω». Μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής του, ήταν ένας αποξενωμένος άνθρωπος από τον έξω κόσμο.
Σαν παιδί ήταν φιλάσθενος- υπόφερε σχεδόν πάντα από διάφορες αρρώστιες. Η υγεία του ήταν μόνιμα προβληματική και γι’ αυτό αναγκάστηκε να διακόψει το γυμνάσιο πριν το τελειώσει. Στα χρόνια που ακολούθησαν, έζησε έγκλειστος, σχεδόν μοναχικός κι απομονωμένος σ’ ένα σιωπηλό σπίτι, κατοικημένο απ’ τα φαντάσματα των διαβασμάτων του. Γιατί αυτή η μισοαναπηρία του είχε και την θετική πλευρά της. Τον οδήγησε με πάθος στο διάβασμα και στην μελέτη. Κληρονόμησε άλλωστε από τον πατέρα του μια βιβλιοθήκη με πάνω από 3.000 βιβλία, μερικά ιδιαίτερα δυσεύρετα. Ο πατέρας του ανήκε σε σκιώδη, πανάρχαια, Αιγυπτιακή μασονική στοά.
Ήταν πανέξυπνος (λέγεται ότι άρχισε να διαβάζει από τριών χρονών), σχεδόν ιδιοφυής. Κι έτσι πολύ γρήγορα μέσα σ’ αυτή του την ονειρική απομόνωση άρχισε να οικοδομεί το δικό του παράξενο, ονειρικό κόσμο, έναν κόσμο που είχε πολύ λίγη σχέση με την γύρω του πραγματικότητα. Ή, καλύτερα, η πραγματικότητα μετασχηματιζόταν απ’ τα οράματα και τους εφιάλτες του απείρου. Το μεγαλύτερο και περισσότερο υλικό της δουλειάς του αντλήθηκε απ’ αυτόν τον υπερφυσικό κόσμο που έχτισε στα τοπία των ονείρων του.
Ήταν παραχαϊδεμένος, ντροπαλός, ευαίσθητος, ονειροπόλος κι εσωστρεφής. Σ’ όλη την περιπετειώδη ζωή του έμεινε ένα απροσάρμοστο παιδί, ανίκανο να χειριστεί ακόμα και τα πιο ασήμαντα πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας. Δικαιολογούσε την αδυναμία του και την αδράνειά του θέλοντας να πιστεύει πως ήταν ένας «τζέντλεμαν»- και φυσικά, ένας «κύριος» περιφρονεί τις εμπορικές συναλλαγές και δεν καταδέχεται να εργαστεί- το θεωρεί υποτιμητικό- κι ούτε καν μπορεί να διανοηθεί ότι είναι ποτέ δυνατόν η λογοτεχνία να χρησιμοποιηθεί για βιοποριστικούς λόγους. Κάτι τέτοιο θα ήταν ντροπή, ιεροσυλία. Είναι φυσικό, λοιπόν, μια τέτοια αντίληψη για την ζωή να μην του επιτρέπει να κερδίζει ούτε καν τα στοιχειώδη.
Αλλά χωρίς αυτά δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει κανείς. Είναι περίεργο ωστόσο πώς ένας υπέρτατα ορθολογιστής και υλιστής, όπως ήταν στο βάθος του ο Λάβκραφτ, να μην καταφέρει ποτέ του να εξοικονομήσει έστω και τ’ απαραίτητα για να ζήσει. Αναμφισβήτητα ήταν μια αινιγματική, αντιφατική προσωπικότητα, ένα εξαιρετικά παράξενο άτομο.
Το 1921, το χρόνο που πέθανε η μητέρα του και που για να πληρώνει το νοσοκομείο της αναγκαζόταν να διορθώνει διηγήματα άλλων, αγράμματων συγγραφέων, γνωρίζεται με την εβραιοπούλα Σόνια Γκριν, που είναι πρόεδρος σ’ έναν ερασιτεχνικό όμιλο. Το 1924 το ζευγάρι πάει στην Νέα Υόρκη, παντρεύονται στις 3 Μαρτίου κι εγκαθίστανται στο Μπρούκλιν. Σε λίγο αρχίζουν τα προβλήματα. Ο Λάβκραφτ δεν μπορεί να ζήσει στο χάος της μεγαλούπολης. Ο ρυθμός της και οι άνθρωποι της τον απωθούν. Ο εκδότης του περιοδικού Weird Tales του προσφέρει την θέση του διευθυντή στο περιοδικό, αλλά με τον όρο να πάει να μείνει στο Σικάγο που βρίσκονται τα γραφεία του περιοδικού. Ο Λάβκραφτ αρνείται.
Μέχρι το Νοέμβριο τα οικονομικά του ζευγαριού φτάνουν σε απελπιστική κατάσταση. Ο Λάβκραφτ κάνει διάφορες δουλειές, αλλά οι δυσκολίες παραμένουν και αυξάνονται. Πουλάνε το πιάνο της Σόνιας αλλά τα πράγματα δεν διορθώνονται. Και τότε ο Λάβκραφτ αναγκάζεται να γίνει πλασιέ. Γυρίζει από πόρτα σε πόρτα πουλώντας διάφορα πράγματα. Οι επιπτώσεις που είχε αυτή η δουλειά πάνω σ’ αυτόν τον ευγενικά σιωπηλό άνθρωπο, δουλειά που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα βαθύτερα πιστεύω του για την ζωή, είναι τρομερές. Πνίγεται, υποφέρει βουβά, η πληγή μέσα του μεγαλώνει κι αυτός αγωνίζεται ν’ αντέξει.
Παρ’ όλες τις προσπάθειές του όμως, δεν καταφέρνουν να καλυτερέψουν την ζωή τους. Η μοντέρνα πόλη με τ’ ανθρώπινα κοπάδια της, που αποτελούνται απ’ όλες τις φυλές του κόσμου, του προκαλεί απέχθεια, τον αηδιάζει. Αυτός που στάθηκε πάντα ο εραστής της Νέας Αγγλίας και του αγαπημένου του Πρόβιντενς, με τα παλιά όμορφα γραφικά σπίτια, και τα ήσυχα, γαλήνια δρομάκια, τα βουτηγμένα στην πράσινη σκιά των δέντρων, τώρα είναι υποχρεωμένος να ζει στο κέντρο μιας Βαβυλώνας, μέσα σε μια βαρβαρική πανσπερμία ήχων. Η απάνθρωπη ατμόσφαιρα της πόλης, τα παραφθαρμένα αγγλικά που ακούει και οι λαβυρινθώδεις δρόμοι της τον διώχνουν. Αυτή η αποστροφή του για την πόλη της Νέας Υόρκης θα βγει αργότερα στο διήγημά του The Horror at Red Hook, που χαρακτηρίστηκε «λογοτεχνικό» δηλητήριο.
Ωστόσο, τα προβλήματα του ζευγαριού συνεχίζονται. Μέρα με την ημέρα οδηγούνται σε αδιέξοδο. «Αν μπορούσα να γυρίσω στο Πρόβιντενς», γράφει σ’ ένα φίλο του ο Λάβκραφτ, «στην ευλογημένη πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, θα ήμουν ευτυχισμένος». Και τελικά γυρίζουν στο Πρόβιντενς. Αλλά ούτε κι εκεί η ζωή τους καλυτερεύει. Τώρα είναι η Σόνια που εργάζεται για να ζήσουν. Αλλ’ αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί ν’ αντέξει ο σεμνός Λάβκραφτ. Κι έτσι, το 1929 χωρίζουν πια οριστικά, δίνοντας έτσι τέλος σε μια φθορά κι ένα χωρισμό που έχουν αρχίσει ουσιαστικά πολύ πιο πριν.
Τώρα ζει μόνος με συντροφιά τα γράμματα των φίλων του συγγραφέων. Αλλά ζει φτωχικά, γιατί τα χρήματα που παίρνει απ’ τις διορθώσεις κειμένων είναι ασήμαντα. Δεν του περνάει καν απ’ το μυαλό να πουλήσει τα δικά του διηγήματα. Αυτά τα γράφει κι ύστερα τα ξεχνάει στο συρτάρι. Έτσι πρέπει να κάνει ένας βικτωριανός αριστοκράτης που θεωρεί την λογοτεχνία ύψιστο λειτούργημα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο κακό έκανε στον εαυτό του μ’ αυτή την νοοτροπία. Γιατί με την ανεδαφική ταχτική που ακολουθούσε, στερήθηκε και την αναγνώριση όσο ζούσε, αλλά έβλαψε και τον οργανισμό του.
Ο ίδιος ομολογεί σ’ ένα γράμμα του: «Ευτυχώς, κατόρθωσα να περιορίσω τα αναγκαία προς το ζην». Έτρεμε στην σκέψη μήπως και τον κατηγορήσουν ότι γράφει για να ζήσει. Κι έτσι, μέσα στην ψευδαίσθηση της ζωής που δημιούργησε, σχεδόν ερημίτης, σχεδόν αυτοεξόριστος από έναν κόσμο που καθημερινά σκότωνε ό,τι αυτός αγαπούσε, άρχισε σιγά σιγά να φθείρεται και να φθίνει. Ήταν ένας Άγγλος τζέντλεμαν σίγουρα, αλλά δυστυχώς μόνο στα όνειρά του.
Όλ’ αυτά τα χρόνια γράφει συνέχεια, άλλοτε με γρήγορο ρυθμό, άλλοτε με αργό. Μόνο το 1929, απασχολημένος με τα προβλήματα του διαζυγίου του δεν γράφει τίποτα. Και ξαφνικά, κάνει κάτι παράξενο. Αρχίζει να ταξιδεύει. Πάει στον Καναδά και σε μερικές παλιές πόλεις της Αμερικής. Αλλ’ αυτό είναι μόνο ένα σύντομο ιντερμέτζο στην μοναχική ζωή του. Γρήγορα ξαναγυρίζει στο Πρόβιντενς· και συνεχίζει πάντα να ζει όπως πριν. Βγαίνει μόνο τις απογευματινές ώρες για να δει κάποιο φιλμ ή για να κάνει έναν περίπατο στα ερημικά δρομάκια. Ολομόναχος μέσα στην σιωπή του. Γιατί ακόμη και στο Πρόβιντενς είχε πολύ λίγους φίλους.
Στο μεταξύ κι όσο περνάει ο καιρός, η υγεία του όλο και χειροτερεύει. Είναι φυσικό. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει για πολύ, φυσιολογικά, τρώγοντας μόνο κονσερβαρισμένα φασόλια ή άλλα τέτοια φτηνά φαγητά. Το πενιχρό του εισόδημα μόνο τέτοια του επιτρέπει ν’ αγοράζει. Θα νόμιζε κανείς ότι επιδίωξε την αυτοκαταστροφή του. Ίσως γιατί πίστευε ότι ήταν ένας αποτυχημένος. Και είχε δίκιο να αισθάνεται έτσι. Οι οικογενειακές του κακοτυχίες, ο αποτυχημένος του γάμος, η στερημένη ζωή του, η έλλειψη αναγνώρισης ως συγγραφέα -σ’ όλη τη συγγραφική ζωή του έγινε γνωστός μόνο σ’ ένα στενό κύκλο λίγων φίλων του- κι η απογοήτευση ότι κυκλοφόρησε μόνο ένα μικρό βιβλίο όσο ζούσε, που μόλις και μετά βίας κάλυψε τα έξοδά του —το βιβλίο αυτό είναι το The Shadow over Innsmouth, 1931— τον οδήγησαν στην πικρή, απαισιόδοξη πίστη του.
Πρέπει βέβαια, να παραδεχτεί κανείς ότι δεν είχε κι άδικο. Ήταν πραγματικά άτυχος. Και μ’ αυτή την θλίψη θα πρέπει ν’ άφησε την τελευταία του πνοή. Ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ πέθανε στις 15 Μαρτίου 1937, το πρωί, στο νοσοκομείο Τζέιν Μπράουν Μεμόριαλ. Ήταν μόνο 46 χρονών. Θάφτηκε τρεις μέρες αργότερα στον οικογενειακό τάφο των Φίλιπς στο κοιμητήριο του Σουάν Πόιντ. Το θαύμα, όπως και σ’ άλλες ανάλογες περιπτώσεις συγγραφέων που πέθαναν άγνωστοι για να γίνουν διάσημοι ύστερα, ήρθε μετά.
Ο Λάβκραφτ ήταν ψηλός, αδύνατος και συνήθως χλωμός, αλλά τα μάτια του έλαμπαν όλο ζωή κι εξυπνάδα. Είχε ευγενικό παρουσιαστικό και ήταν λιγομίλητος. Είχε ένα πλούσιο λεξιλόγιο που το χρησιμοποιούσε μ’ εκπληκτική ευχέρεια όταν μιλούσε. Ο πλούτος αυτός φαίνεται καθαρά στα διηγήματα και τις νουβέλες του.
Άρχισε να γράφει από παιδί, αλλά τα πρώτα του κείμενα είναι ασήμαντα. Στο βάθος τους όμως, διαφαίνεται ο σπόρος του συγγραφέα που θ’ ανθίσει αργότερα. Από τα πιο παλιά του διηγήματα που θεωρούνται εντελώς αδέξια, είναι The monster in the cave, 1905, και The Alchemist, 1908. Δεκάξι χρόνων εκδίδει το The Rhode Island Journal of Astronomy, ενώ παράλληλα γράφει γι’ αστρονομικά θέματα στην Tribiun του Πρόβιντενς.
Στην συνέχεια, αρχίζει ν’ ασχολείται με την φανταστική λογοτεχνία, που ήταν και το μεγάλο του πάθος, αλλά χωρίς καμιά επιτυχία. Και γι’ αυτό, μετά το 1908, την εγκαταλείπει για να στραφεί στην ρεαλιστική. Η πεζογραφία του και η ποίησή του όμως, καρποί αυτής της στροφής, είναι πολύ κακές, σημειώνει ο κριτικός του Λιν Κάρτερ. Το 1917, ξαναγυρίζει στην φανταστική λογοτεχνία και της αφοσιώνεται ως το τέλος της ζωής του.
To The Tomb, 1917, ένα από τα πρώτα του διηγήματα, είναι επηρεασμένο από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849), ενώ το Dagon, γραμμένο τον ίδιο χρόνο, παρ’ όλο που είναι πιο προσωπικό, δεν παύει ωστόσο να ’ναι μόνο μια απόπειρα.
To Polaris, το μοναδικό διήγημα που γράφει το 1918, ελάχιστα διαφέρει σε ποιότητα από τα διηγήματα του προηγούμενου χρόνου. Περιγράφει το αρχαίο πολικό βασίλειο του Λομάρ, που είναι μια από τις πρώτες ονειροχώρες του Λάβκραφτ.
Το 1919, γνωρίζει το συγγραφέα που θα τον επηρεάσει περισσότερο και βαθύτερα από τον Πόε· το λόρδο Ντάνσανι (1878-1957). Η ονειρική και μαγική ατμόσφαιρα του Ιρλανδού συγγραφέα και η ευγενική καταγωγή του ήταν φυσικό να γοητέψουν τον Λάβκραφτ, που γράφει αμέσως κιόλας μέσα στο 1919 τέσσερα διηγήματα έντονα επηρεασμένα απ’ αυτόν είναι τα: Beyond the Wall of Sleep, The Doom that came to Sarnath, The Statement of Randolph Carter, The White Ship.
Αλλά και τα διηγήματα του 1920 συνεχίζουν να ’ναι επηρεασμένα από τον Ντάνσανι. Ο χρόνος αυτός είναι παραγωγικός. Γράφει οχτώ διηγήματα, που είναι τα: Arthur Jermyn (The White Ape), The Cats of Ulthar, χαραχτηριστικό δείγμα του τρόπου που ο Λάβκραφτ σκιαγραφούσε υπαινιχτικά το μακάβριο σ’ αυτές τις πρώτες του απόπειρες, Celephais, From Beyond, The Picture in the House, The Temple, The Terrible Old Man και The Tree. Στα κείμενα αυτής της περιόδου θα συναντήσει κανείς και τα πρώτα σύμβολα της μυθολογίας Κθούλου.
Το ίδιο παραγωγικό είναι και το 1921. Αρχίζει με το διήγημα The Moon-Bog. Ακολουθεί το The Music of Erich Zann. To διήγημα αυτό, παρ’ όλο που είναι επηρεασμένο από τον Πόε, έχει δικό του ύφος και προσωπικότητα. Είναι από τα λίγα διηγήματα του Λάβκραφτ που εκφράζεται ο βαθύτερος εαυτός του συγγραφέα αλλά και το κοινωνικοπολιτικό του περιβάλλον. Με βαθιά μελαγχολία ο Λάβκραφτ τραγουδά το χαμένο παρελθόν και τις κομμένες ρίζες απ’ αυτό.
To The Nameless City θεωρείται το πρώτο διήγημα απ’ τον κύκλο της μυθολογίας Κθούλου και είναι βασισμένο σ’ ένα όνειρο του Λάβκραφτ. Ο φανταστικός τρελός Άραβας ποιητής Αμπντούλ Αλχαζρέντ, που έγραψε το «βλάσφημο» Νεκρονομικόν, κάνει εδώ την πρώτη του εμφάνιση. Το αραβικό αυτό όνομα είναι ένα ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Λάβκραφτ παιδί, γοητευμένος απ’ τις Χίλιες και μια Νύχτες. Στο 1921 ανήκουν τα παρακάτω διηγήματα: The Other Gods, The Outsider, The Quest of Iranon και το Herber West: Reanimator, που είναι μια παραλλαγή του φρανκεσταϊνικού θέματος.
Το 1922, γράφει το The Hound, που θεωρείται η δεύτερη ιστορία Κθούλου του Λάβκραφτ, το Hypnos και το The Lurking Fear.
To 1923, γράφει το The Festival· είναι η τρίτη ιστορία της μυθολογίας Κθούλου. To The Rats in the Walls θεωρείται από τα πιο τρομαχτικά διηγήματα του Λάβκραφτ. Βασίζεται στις πανάρχαιες φρυγικές τελετουργίες ανθρωποφαγίας. Τα μουχλιασμένα υγρά υπόγεια ενός αρχαίου σπιτιού, με τ’ αηδιαστικά τρωκτικά να περιφέρονται χαρχαλεύοντας μέσα σε μια αποτρόπαιη ατμόσφαιρα που αποπνέει αποστροφή και αποσύνθεση, καθιστούν το διήγημα μια από τις ωραιότερες ιστορίες τρόμου.
Το 1924, γράφει το Imprisoned with the Pharaohs και το The Shunned House.
To 1925, γράφει το He, το The Horror at Red Hook, που εκφράζει, όπως γράψαμε και πιο πάνω, την απέχθειά του για την πόλη της Νέας Υόρκης, και το In the Vault.
To 1926 είναι από τις πιο δημιουργικές περιόδους του Λάβκραφτ. Αρχίζει με το The Call of Cthulhu. Η νουβέλα αυτή αποτελείται από τρία διαφορετικά διηγήματα, που επί μέρους στοιχεία τους άλληλοσυνδέονται αποτελώντας μια πλήρη ενότητα.
Το πρώτο, που είναι το The horror in clay, αναφέρεται σ’ ένα πήλινο πλακίδιο με περίεργα ιερογλυφικά και σ’ ένα ειδώλιο ενός απαίσιου τέρατος.
Στο δεύτερο διήγημα, το The tales of inspector Legrasse, ο επιθεωρητής Λεγκράς αφηγείται την σύλληψη μιας θρησκευτικής ομάδας, που σε κάποια ερημική τοποθεσία της Νέας Ορλεάνης εκτελούσε μια μυστηριώδη τελετουργία γύρω από ένα άγαλμα που είχε τα χαρακτηριστικά του ειδώλου του προηγούμενου διηγήματος. Το τρίτο διήγημα, το The madness from the sea, περιγράφει ένα φοβερό νησί με κυκλώπεια τείχη που αναδύθηκε απ’ την θάλασσα. Η πόλη του νησιού είναι η μυθική Ρ’λύε και το τέρας που βρίσκεται παγιδευμένο σ’ αυτήν και που έχει τα χαρακτηριστικά των αγαλμάτων των προηγούμενων διηγημάτων είναι ο περίφημος Κθούλου.
To The Call of Cthulhu αναδείχνει την μαεστρία του Λάβκραφτ να παγιδεύει τον αναγνώστη του και να τον οδηγεί σταδιακά στην ανησυχία δημιουργώντας του την ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποιεί ένα πλήθος στοιχεία. Και πρώτα, το δημοσιογραφικό ύφος, που πιστεύει ότι είναι το μόνο κατάλληλο για να περιγράφει «αληθινά» γεγονότα. Αναφέροντας ακόμη φανταστικά βιβλία, το Νεκρονομικόν, ένα καθαρά φανταστικό βιβλίο, ανάμεσα σ’ άλλα υπαρκτά, όπως το The Golden Bough του Τζέιμς Φρέιζερ (1854-1941) ή το The Witch-Cult in Western Europe της Μάργκαρετ Μάρεϊ (1862-1963), όπως επίσης και αποκόμματα εφημερίδων της εποχής του, καταφέρνει να προσδώσει στο διήγημά του μια άλλη γεύση αυθεντικότητας.
Ο αναγνώστης τρομάζει με την φρίκη που παραμονεύει τον ήρωα κι όχι γιατί τρομάζει ο ήρωας, που αθώος συνήθως, δεν μπορεί να φανταστεί τι τον περιμένει. Αυτό το στοιχείο, που αργότερα πολλοί θα προσπαθήσουν να μιμηθούν, είναι και η μεγάλη δεξιοτεχνία του Λάβκραφτ. Στην πλούσια σοδειά του 1926 ανήκουν επίσης το Cool Air, το Pickman’s Model, το The Silver Key και το The Strang High House in the Mist. Τα δύο τελευταία είναι και πάλι επηρεασμένα από το ονειρικό κλίμα του Ντάνσανι.
Το 1927, ο Λάβκραφτ γράφει μια από τις ωραιότερες νουβέλες του, το The Colour out of Space. Κάτι άγνωστο, μυστηριώδες, ανεξήγητο, κάτι ζωντανό όμως, ίσως μια εξωανθρώπινη οντότητα, έρχεται απ’ τα βάθη του διαστήματος και πέφτει σε μια έρημη περιοχή. Ύστερ’ από λίγο ολόκληρη αυτή η περιοχή θ’ αρχίσει να φέρεται παράξενα. Οργανικά και ανόργανα στοιχεία της μοιάζουν στοιχειωμένα, η φύση ολόκληρη μοιάζει να μην υπακούει στους φυσικούς νόμους. Είναι από τα λίγα διηγήματα του Λάβκραφτ που η συγγραφική του δεινότητα εκτίθεται σ’ όλη της την ομορφιά. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο, το διήγημα υποβάλλει την σύγχρονη ατομική εποχή, αλλά περιέχει και κάτι ακόμα- τον αιώνιο τρόμο του ανθρώπου που έχει συνειδητοποιήσει την ασημαντότητα του μέσα στο χάος που τον περιβάλλει.
Ο Λάβκραφτ δείχνει τώρα καθαρά πως έχει κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα, έχει μορφώσει ένα προσωπικό ύφος και καταφέρνει, όχι πάντα βέβαια, να υποτάσσει τις εμπνεύσεις του σε μια πιο αρχιτεκτονημένη σύνθεση.
Το ίδιο συμβαίνει και στο μυθιστόρημά του The Case of Charles Dexter Ward, γραμμένο στα τέλη του 1927 και στις αρχές του 1928, που περιγράφει την περίπτωση του… βλάσφημου συγγραφέα Μπορέλους, που έχει ανακαλύψει το μυστικό της ανάστασης των νεκρών. Για το μυθιστόρημα αυτό, αλλά και για το The Shadow out of Time (1934), ο κριτικός και συγγραφέας Κόλιν Ουίλσον (1931-) γράφει ότι αυτά τα δύο έργα «φτάνουν οπωσδήποτε στο ύψος του κλασικού πρότυπου μιας καλής ιστορίας φρίκης, ενώ δώδεκα άλλα έργα του ασφαλώς αξίζει να επιζήσουν».
Το 1928, γράφει το The Dunwich Horror, που θεωρείται και αυτό ένα από τα καλύτερό του. Με τον δικό του χαρακτηριστικό τόνο και τρόπο σχεδιάζει την μυστηριώδη, μυθική περιοχή του Ντάνγουιτς, που βρίσκεται κάπου στην Μασαχουσέτη, και τυλίγει με ανησυχητική αβεβαιότητα και αδιόρατο φόβο το μοναχικό σπίτι των Γουίτλι. Τα τέρατα περιμένουν κι εδώ αθέατα στο πίσω σκοτάδι, έτοιμα να επιτεθούν μόλις τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία ή όταν καλλιεργηθεί το έδαφος.
Τελικά θα εξοριστούν αλλά δεν θα καταστραφούν. Πανίσχυρα κι αθάνατα σαν τον άνθρωπο, μια και είναι λογοτεχνικές προβολές του ανθρώπινου υποσυνείδητου, θα υποχωρήσουν για να ετοιμάσουν ξανά την επόμενη επίθεσή τους. Τα στοιχεία της μυθολογίας Κθούλου πληθαίνουν εδώ και αποχτούν μια κάποια έστω και ρευστή μορφή. Το Νεκρονομικόν ξανακάνει την θριαμβευτική εμφάνισή του, γίνεται και πάλι λόγος για τον Κθούλου, την ονειρική πόλη Καντάθ κι εμφανίζεται μια καινούργια θεότητα, η Σουμπ-Νιγκουράθ με τα χίλια νεογνά.
Ο Λάβκραφτ, όπως συνηθίζει στα περισσότερα έργα του, αφήνει για τις τελευταίες γραμμές την ξαφνική λύση, που φροντίζει να είναι τέτοια, ώστε να δημιουργεί ένα τρομαγμένο ξάφνιασμα, κι αφού προηγουμένως έχει οδηγήσει σ’ αυτήν μ’ έναν αριστοτεχνικά μαιανδρικό δρόμο τον αναγνώστη του.
Στο ίδιο περίπου κλίμα και ατμόσφαιρα κινείται και το The Whisperer in Darkness, το μοναδικό έργο που έγραψε το 1930. Πολλοί μελετητές του Λάβκραφτ τοποθετούν το διήγημα αυτό ανάμεσα στα καλύτερό του. Εδώ γίνεται λόγος για τους τερατόμορφους Μεγάλους Παλαιούς και για τις προσπάθειές τους να ξαναεισβάλουν στην γη. Ο αναγνώστης ζει το αβέβαιο, ανατριχιαστικό, κλειστοφοβικό κλίμα του υπαινιχτικού τρόμου που διαποτίζει την σχεδόν «γοτθική» ατμόσφαιρα φορτίζοντάς την και που πυκνώνει σταδιακά δημιουργώντας μια ασφυχτική, αποπνιχτική ένταση άγχους ως το απρόοπτο τέλος, που αφήνει όμως, πάντα μια υποψία ανήσυχης συνέχειας.
Στο διήγημα εντοπίζονται στοιχεία δανεισμένα από άλλους συγγραφείς, που τα κείμενά τους διόρθωνε. Τώρα τα ενσωματώνει στην δουλειά του πλουτίζοντας έτσι την μυθολογία του. To The Whisperer in Darkness είναι επηρεασμένο απ’ το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Τσέιμπερς (1865-1933), The King in Yellow, αλλά τώρα η επίδραση έχει χωνευτεί και αφομοιωθεί τόσο δημιουργικά, απόλυτα και τέλεια ώστε μόνο τα ονόματα των ηρώων να θυμίζουν την προέλευσή του.
Δυο απ’ τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα, το The Shadow over Innsmouth, και το At the Mountains of Madness, είναι γραμμένα το 1931. Στο πρώτο περιγράφει το μισοερειπωμένο και θλιβερό λιμάνι του Ίννσμουθ και τους τερατώδεις ιχθυόμορφους κατοίκους των βυθών που ενώνονται με τους ανθρώπους γεννώντας τέρατα, τους αυριανούς ίσως κατοίκους της γης. Σε κανένα άλλο διήγημα ο Λάβκραφτ δεν καταφέρνει να περιγράφει τόσο πετυχημένα την μελαγχολικά έρημη, γκρίζα ατμόσφαιρα του Ίννσμουθ, όπως το κάνει εδώ.
Διαφορετικό είναι το κλίμα και η ατμόσφαιρα της δεύτερης νουβέλας. Πέρ’ από τους πάγους της Αρκτικής βρίσκονται τα τερατώδη, γιγάντια ερείπια των Μεγάλων Παλαιών, που αντανακλούν το μέγεθος των πανάρχαιων κατοίκων τους. Μια επιβλητική ατμόσφαιρα υποψίας για κάτι αδιόρατο και τρομερό που σε παρακολουθεί με αόρατα άδεια μάτια από παντού, στοιχειώνει ολόκληρο το έργο. Ο τρόμος άμορφος, απρόσωπος και συγκεχυμένος, όπως σ’ έναν εφιάλτη, μοιάζει να καραδοκεί και να παραμονεύει συσπειρωμένος σε κάθε γωνιά ή σκιά ή σιωπή του εξουθενωτικού αυτού χώρου.
Η ασημαντότητα των όντων αλλά παράλληλα και η δυναμικότητά τους, το πάθος τους για ύπαρξη και η πάλη τους να πετύχουν το ακατόρθωτο και να ερευνήσουν το άγνωστο, παρουσιάζεται εδώ, μέσα σε μια ατμόσφαιρα μεγαλοπρέπειας και δέους. Μες απ’ αυτό το αριστούργημα ο Λάβκραφτ κατορθώνει επίσης να συλλάβει και την ιδέα της εξελιχτικής ανόδου και πτώσης των πολιτισμών. Στο At the Mountains of Madness, υπάρχει ένας μακρινός απόηχος απ’ τον Αρθουρ Γκόρντον Πιμ, του Ε.Α. Πόε κι απ’ το First and Last Men, του Όλαφ Στάπλεντον (1886-1950), αλλά είναι μόνο ένας απόηχος. Ο Λάβκραφτ έχει αφομοιώσει τώρα πια εντελώς τα διδάγματα των δασκάλων, έτσι που να μην διακρίνεται καθόλου η επιρροή τους.
Το 1933, ξαναγράφει δυο ντανσανικά διηγήματα, το The Dreams in the Witch-House και το Through the Gates of the Silver Key.
To 1933, γράφει μόνο ένα διήγημα χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, το The Thing on the Doorstep, που ανήκει στον κύκλο της μυθολογίας Κθούλου.
To The Shadow out of Time, που γράφτηκε το 1934, θεωρείται το σπουδαιότερο λογοτεχνικό κατόρθωμα του Λάβκραφτ. Η διήγηση προσπαθεί να έχει κάτι το τιτανικό, κι ως ένα σημείο το κατορθώνει· και η περιγραφή των κοσμικών πολιτισμών είναι εντυπωσιακή. Η δημιουργική φαντασία του Λάβκραφτ στο έργο αυτό στοχεύει σε απίθανα ύψη.
Το 1935, γράφει το In the Walls of Eryx, που είναι και το μοναδικό διήγημα επιστημονικής φαντασίας του Λάβκραφτ. To The Haunter of the Dark είναι το τελευταίο διήγημα που έγραψε πάνω στην μυθολογία Κθούλου. Αναφέρεται στο Λαμπερό Τραπεζόεδρο, ένα λατρευτικό αντικείμενο που προέρχεται απ’ το μυστηριώδη, σκοτεινό πλανήτη Γυογγόθ —έτσι ονόμαζαν οι Μεγάλοι Παλαιοί τον πλανήτη Πλούτωνα— και σχετίζεται με την λατρεία του Θεού Νυαρλαθοτέπ, που είναι βασικός πρωταγωνιστής στη μυθολογία Κθούλου.
To The Evil Clergyman, ένα μάλλον ασήμαντο διήγημα, που βρέθηκε το 1937 στα χαρτιά του, μετά το θάνατό του, θεωρείται και το κύκνειο άσμα του.
Έγραψε ακόμα την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη Supernatural Horror in Literature, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1927 στο περιοδικό The Hermit και την ποιητική συλλογή The Fungi from Juggoth, που είναι μια άτυχη απομίμηση της ποιητικής του Πόε.
Μερικά ποιήματα της συλλογής ξεχωρίζουν, αλλά γενικά η ποιητική του απόπειρα θεωρείται αποτυχημένη.
Η λογοτεχνική εργασία του Λάβκραφτ δεν έγινε αμέσως γνωστή γιατί δημοσιεύτηκε κυρίως στα λαϊκά περιοδικά της εποχής του, που είχαν περιορισμένη κυκλοφορία και ορισμένο κοινό. Όλα σχεδόν τα διηγήματά του και οι νουβέλες του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Weird Tales, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1923, δίνοντας ώθηση στην φανταστική λογοτεχνία. Μες από τις σελίδες του έγιναν γνωστοί πάρα πολλοί συγγραφείς, όπως ο Χένρι Γουάιτχεντ (1882-1932), ο Κλαρκ Άστον Σμιθ (1892-1961), ο Φρανκ Μπέλκναπ Λονγκ (1903-), ο Ρόμπερτ Χάουαρντ (1906-1936), ο Καρλ Γιάκομπι (1908-), ο Φριτς Λάιμπερ (1910-), ο Ρόμπερτ Μπλοχ (1917-), ο Ρέι Μπράντμπερι (1922-) και πολλοί άλλοι.
Λιγότερα διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Amazing Stories, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1926, και στο Astounding Science Fiction, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1930.
Αλλά αν είναι σήμερα γνωστός, αν μελετούν το ύφος του, την θεματική του, τον εσωτερικό προβληματισμό του και την λογοτεχνική του ποιότητα, αν τον αποκαλούν άρχοντα της φαντασίας, μοναδικό δεξιοτέχνη στο χειρισμό του μακάβριου, δάσκαλο στο σχεδίασμα της ατμόσφαιρας υπερφυσικού τρόμου, κι αν έχει μεταφραστεί σε δώδεκα τουλάχιστον γλώσσες και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αμερικής, αυτό οφείλεται στην αγάπη ενός ανθρώπου, του συγγραφέα Όγκαστ Ντέρλεθ (1909-1971).
Ο Λάβκραφτ ήταν μανιώδης αλληλογράφος -του αποδίδονται τουλάχιστον 100.000 γράμματα· μερικά έφταναν τις 60 μέχρι 70 σελίδες- κι αλληλογραφούσε με πολλούς φίλους του συγγραφείς. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Όγκαστ Ντέρλεθ. Έτσι, δυο χρόνια μετά το θάνατο του Λάβκραφτ, ο Ντέρλεθ που τον λάτρευε και τον πίστευε, μαζί με τον Ντόναλντ Γουόντρεϊ (1908-) δημιούργησαν τον εκδοτικό οίκο Άρκαμ (είναι το όνομα μιας φανταστικής πολιτείας στην Μασαχουσέτη· κι αυτό λογοτεχνικό δημιούργημα του Λάβκραφτ) για να δημοσιέψουν αποκλειστικά τα έργα του Λάβκραφτ.
Κι έτσι, χάρη στην αγάπη και την επιμονή του Ντέρλεθ, οι κριτικοί και ο κόσμος άρχισαν να προσέχουν αυτόν τον τόσο πρόωρα και άδικα χαμένο συγγραφέα- κάτι ανάλογο έγινε και με την περίπτωση του Φραντς Κάφκα (1883-1924), που σώθηκαν τα έργα του χάρη στο φίλο του Μαξ Μπορντ. Σήμερα ο Λάβκραφτ χαίρει παγκόσμιας φήμης και τοποθετείται δίπλα στον Πόε, αν και ορισμένοι τον θεωρούν ανώτερο του. Ανεξάρτητα αν ποτέ αυτό αποδειχτεί ή όχι, ένα είναι βέβαιο· ότι ο Λάβκραφτ έφερε μια νέα πνοή στη φανταστική λογοτεχνία και ίσως στη λογοτεχνία γενικότερα.
Επηρεασμένος απ’ την αγγλοσαξονική λογοτεχνία, κυρίως του 18ου αιώνα, που της ήταν φανατικός λάτρης, απόδειξη ότι προσπάθησε να μιμηθεί το «γοτθικό» ύφος της, ο Λάβκραφτ κατάφερε να την ξεπεράσει τελικά και να δημιουργήσει ένα δικό του, εντελώς προσωπικό στυλ. Πολλοί κριτικοί θεωρούν το γράψιμό του εξεζητημένο, βαρύ, δύσκαμπτο, δυσκίνητο, περίτεχνο και πομπώδες. Αντίθετα, άλλοι το θεωρούν μοναδικό, πρωτότυπο, πλούσιο σε ποικιλία λέξεων —όπως και είναι εξάλλου— γοητευτικά μπαρόκ και πρότυπο γραφής.
Το 1945, ένας από τους πιο δηλητηριώδεις Αμερικανούς κριτικούς, ο Έντμουντ Ουίλσον έγραφε: «Ο Λάβκραφτ δεν ξέρει πώς να χειρίζεται την πένα. Το γεγονός ότι το πολυλογάδικο κι εξεζητημένο ύφος του συγκρίνεται από μερικούς μ’ εκείνο του Έντγκαρ Άλαν Πόε, φανερώνει απλά ότι κανένας πια δεν ξέρει τι πάει να πει καλό γράψιμο». Ο Ισαάκ Ασίμοφ (1920-) επίσης τον χαρακτηρίζει κομπλεξικό, άρρωστο, αλαζονικό, χλευαστή και εχθρό της ζωής, έναν εραστή που δεν βρήκε ποτέ το αντικείμενο της αγάπης του ή έναν ανάξιο να προσφέρει αγάπη, ένα διανοούμενο που κρυβόταν πίσω από τις χιμαιρικές επιστολές του.
Αντίθετα, ο Ελβετός κριτικός Μισέλ ντε Γελρόντ τον θεωρεί ως έναν από τους τέσσερις μεγαλύτερους συγγραφείς της Αμερικής. [Οι άλλοι τρεις, κατά τον Γελρόντ, είναι ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Άμπρουζ Μπιρς (1842-1914) και ο Ουόλτ Ουίτμαν (1819-1892).] Ο Ισπανός δοκιμιογράφος Χοσέ Λουίς Γκαρσία τοποθετεί τον Λάβκραφτ ανάμεσα στους δέκα μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών.
Ο Ζαν Κοκτώ (1889-1963) τον θαυμάζει και τον πιστεύει βαθιά κι ο μεγάλος Αργεντικός συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1889-1986) γράφει ένα λαβκραφτικό διήγημα και το αφιερώνει στην μνήμη του, ενώ ο Πολωνός μελετητής του Λάβκραφτ Μαρκ Γουίντματς γράφει ότι ο Λάβκραφτ κατορθώνει να δημιουργεί πυκνές εντυπώσεις με την εισαγωγή του φοβισμένου αφηγητή, ενός συνηθισμένου δηλαδή ανθρώπινου πλάσματος, που αντανακλά και πολλαπλασιάζει τον τρόμο στον οποίο είναι μάρτυρας ο ίδιος, αλλά του είναι αδύνατο να πιστέψει σ’ έναν άλλο κόσμο τόσο απαίσια διαφορετικό απ’ τον συνηθισμένο.
Πάντως όμως, είτε παραδέχεται κανείς τον Λάβκραφτ, είτε τον απορρίπτει, είναι αδύνατο να τον αγνοήσει, ακόμα κι αν το θέλει. Γιατί ο Λάβκραφτ δημιούργησε σχολή, που τα λογοτεχνικά κλαδιά της φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Κάτι που οι κριτικοί, ιδίως οι πολέμιοί του, συνήθως κοντόφθαλμοι, και δεν μπορούν να αντιπαρέλθουν αλλά και αδυνατούν να εξηγήσουν.
Βαθύς γνώστης της ευρωπαϊκής και αμερικανικής λογοτεχνίας, ο Λάβκραφτ ήταν επίσης και μοναδικός κάτοχος της παγκόσμιας μυθολογίας, πράγμα που τον βοήθησε να δημιουργήσει την δική του μυθική γεωγραφία και την δική του περίφημη συνθετική μυθολογία Κθούλου.
Εξηγώντας ο ίδιος ο Λάβκραφτ το έργο του γράφει:
- «Όλες μου οι ιστορίες, αν και ασύνδετες μεταξύ τους, βασίζονται στην ιδέα ότι ο κόσμος μας κάποτε είχε κατοικηθεί από μια άλλη φυλή πλασμάτων, που επειδή ασχολήθηκε με την μαύρη μαγεία, διώχτηκε απ’ την γη κι εξορίστηκε κάπου μακριά στο Απώτερο Διάστημα. Εκεί ζει και περιμένει την ευκαιρία να ξανάρθει».
Τα διηγήματα που συνθέτουν αυτή την μυθολογία είναι δώδεκα: The Nameless City, The Hound, The Festival, The Call of Cthulhu, The Whisperer in Darkness, The Dunwich Horror, The Shadow over Innsmouth, At the Mountains of Madness, The Dreams in the Witch House, The Thing on the Doorstep, The Shadow out of Time, The Haunter of the Dark. Παρ’ όλο που δεν υπάρχει απόλυτη ούτε ξεκάθαρη συνοχή στις ιστορίες που αποτελούν τον κύκλο αυτής της μυθολογίας, μια και ο Λάβκραφτ δεν τις έγραψε με βάση κάποιο προκαθορισμένο σχέδιο, ωστόσο τα διάφορα στοιχεία, νύξεις και σύμβολα που χρησιμοποιεί, βοηθούν να σχηματίσει κανείς ένα περίγραμμά της, μια κάποια ιστορία της.
Το μακάβριο φανταστικό σύμπαν του Λάβκραφτ —μια υποσυνείδητη ίσως αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου, όπως περνούσε και μεταστοιχειωνόταν μέσα του —γι’ αυτό κι ο Λάβκραφτ δεν είναι καθόλου μεταφυσικός, παρ’ όλα τα «μεταφυσικά» σύμβολα που χρησιμοποιεί συχνά— είναι ένας χώρος φρίκης, μια αρένα τρόμου, που εξώκοσμες κι εξωλογικές οντότητες βρίσκονται σε αιώνια διαμάχη μεταξύ τους.
Υπάρχουν δύο αντίπαλες βασικές δυνάμεις: οι Πρεσβύτεροι Θεοί, που αντιπροσωπεύουν το Καλό, μια φυλή υπερφυσικών πλασμάτων με «θεϊκές» ιδιότητες, που κυβερνούσαν την γη πριν ακόμα εμφανιστεί σ’ αυτήν ο άνθρωπος, και οι Μεγάλοι Παλαιοί, πανάρχαιες φυλές του Χάους, που συμβολίζουν το Κακό. Οι Πρεσβύτεροι Θεοί ζουν ειρηνικά στον Μπελτεγκέζ, που βρίσκεται στον αστερισμό του Ωρίωνα. Κάποτε πολέμησαν με τους Μεγάλους Παλαιούς που κυριαρχούσαν στην γη. Τους έδιωξαν και τους εξόρισαν στα μακρινά σκοτάδια του Χάους, κάπου περ’ απ’ το γνωστό Διάστημα.
Οι Μεγάλοι Παλαιοί ζουν πάντα εκεί, σκορπισμένοι κατά φυλές, σε μακρινούς σκοτεινούς γαλαξίες, ενώ μερικοί απ’ αυτούς καραδοκούν κρυμμένοι σε ανήλιαγα υπόγεια σπήλαια ή φυλακισμένοι σε απύθμενα πηγάδια ή εγκλωβισμένοι κάπου στους πάγους της Αρκτικής ή στους βυθούς των ωκεανών. Ενεδρεύουν, παραμονεύουν και περιμένουν ή κάνουν προσπάθειες να ξαναεισβάλουν στην γη. Αλλά πάντα αποτυχαίνουν. Η ομοιότητα με τον χριστιανικό μύθο και ιδιαίτερα με την αποβολή του Σατανά απ’ τον Παράδεισο είναι φανερή.
Σε μερικές ιστορίες, οι Μεγάλοι Παλαιοί είναι όντα υπερβατικά, τελείως διαφορετικά σε μορφή και ιδιοσυστασία απ’ τον άνθρωπο. Άλλοτε εμφανίζονται μόνο σαν επισκέπτες κι άλλοτε σαν εισβολείς από έναν άλλο κόσμο ή από μια άλλη διάσταση. Σε μερικά διηγήματα παρουσιάζονται ακινητοποιημένοι από απρόσωπες κοσμικές δυνάμεις, σε άλλα νικημένοι και σε μερικά βρίσκονται σ’ εμπόλεμη κατάσταση με άλλα εξωγήινα όντα. Αλλά πάντα προσπαθούν με διάφορους τρόπους να ξανακερδίσουν την χαμένη τους κυριαρχία στην γη. Παρ’ όλες τις ασύλληπτες δυνατότητες και ικανότητες που διαθέτουν, δεν είναι τελείως παντοδύναμοι.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου εμφανίζονται τρωτοί σε μαγικούς εξορκισμούς ή αλλού να κινδυνεύουν από γήινα όπλα.
Ανώτερος Θεός στους Μεγάλους Παλαιούς είναι ο Αζαθόθ «…που βρίσκεται… στο κέντρο ολόκληρης της αιωνιότητας… περ’ απ’ το χρόνο…» Ακολουθούν: ο Γιογκ-Σοθόθ, που συνυπάρχει με όλο το χωροχρόνο, ο Νυαρλαθοτέπ, ο αγγελιοφόρος των Θεών, ο Μεγάλος Κθούλου (που δίνει τ’ όνομά του στην μυθολογία), που βρίσκεται παγιδευμένος στην βυθισμένη Ρ’λύε, ο Χαστούρ ο Ακατονόμαστος, αδερφός του Κθούλου, που κυβερνά το διάστημα, η Σουμπ- Νιγκουράθ, η Μαύρη Αίγα των Δασών με τα χίλια Νεογνά, προσωποποίηση, ίσως, της Θεάς της γονιμότητας. Υπάρχουν όμως κι άλλοι κατώτεροι θεοί, όπως ο Δάγων, ο αρχαίος Θεός των Φιλισταίων, που εδώ είναι βασιλιάς των Αβυσσαίων, ο Γιγκ, ο Θεός-φίδι, οι τρομεροί χιονάνθρωποι της Μι-Γκο.
Διάφοροι άλλοι συγγραφείς με την ενθάρρυνση του Λάβκραφτ πρόσθεσαν τους δικούς τους Θεούς στο πάνθεον του Κθούλου. Ο Κλαρκ Άστον Σμιθ τον Τσαθόγκουα και τον Άτλατς-Νάτσα, ο Φρανκ Μπέλκναπ Λονγκ τον Σάγκναρ-Φονγκ και τα Κυνηγόσκυλα του Τίνταλου, ο Όγκαστ Ντέρλεθ τον Αλοϊγκόρ, το Ζαρ, τον Ίθακβα, τον Κθούγκα και το λαό των Τσο-Τσο, ο Χένρι Κάτνερ τον Νυόγκθα, ο Ράμσεϊ Κάμπελ τον Γκλαάκι και τον Νταϋλόθ, ο Μπράιαν Λάμλεϊ τον Γιμπ-Τστλλ και τον Σούντε-Μ’ελλ και ο Κόλιν Ουίλσον Τα Παράσιτα του Νου.
Αλλά για να δώσει μεγαλύτερη υπόσταση και αληθοφάνεια στην μυθολογία του ο Λάβκραφτ επινόησε και μερικά τρομερά φανταστικά βιβλία. Το διασημότερο απ’ όλα είναι το περίφημο Νεκρονομικόνχ / Αλ-Αζίφ, που γράφτηκε στην Δαμασκό το 730 μ.κ.ε. από έναν τρελό Άραβα ποιητή, τον Αμπντούλ Αλχαζρέντ, που καταγόταν απ’ την Σανά της Υεμένης. Η ιστορία του βιβλίου είναι η ακόλουθη: Το 950 μ.κ.ε. μεταφράζεται στα ελληνικά απ’ τον Θεόδωρο Φιλέτα, το 1050 μ.κ.ε. η μετάφραση αυτή ή τουλάχιστον αντίτυπα της καίγονται απ’ τον Πατριάρχη Μιχαήλ, το 1228 μ.κ.ε. ο Ολάους Βόρμιους το μεταφράζει απ’ τα ελληνικά στα λατινικά, το 1232 μ.κ.ε. ο Πάπας Γρηγόριος ο Θ’ το απαγορεύει, το 1440 μ.κ.ε. (;) το συναντάμε και πάλι στην Γερμανική του έκδοση, το 1500-1550 μ.κ.ε. εκδίδεται στα ελληνικά στην Ιταλία και το 1600 μ.κ.ε. μεταφράζεται στα ισπανικά από τα λατινικά.
Οι αναγνώστες του Λάβκραφτ στην Αμερική πιστεύοντας ότι το βιβλίο είναι αληθινό, μια και αναφερόταν ανάμεσα σ’ άλλα αληθινά, άρχισαν να το ζητούν στα βιβλιοπωλεία.
Αλλά η μακάβρια φανταστική βιβλιοθήκη του Λάβκραφτ περιλαμβάνει ακόμα Τα Πνακοτικά Χειρόγραφα, το Βιβλίο της Ρ’λύε, Τα Εφτά Απόκρυφα Βιβλία του Χσαν και τους Ψαλμούς των Ντολλ.
Αλλά και οι άλλοι συγγραφείς του κύκλου πλούτισαν την φανταστική βιβλιοθήκη του Κθούλου με τα δικά τους απίθανα βιβλία. Ο Κλαρκ Άστον Σμιθ Το Βιβλίο του Έιμπονή Liber Eibonis, ο Ρόμπερτ Χάουαρντ το Ακατονόμαστες Λατρείες (Unaussprechlichen Kulten) του Φον Γιουντζ, ο Ρόμπερτ Μπλοχ Τα Μυστήρια του Σκουληκιού (De Vermis Mysteriis) του Λούντβιχ Πριν, ο Όγκαστ Ντέρλεθ Τα Αποσπάσματα της Κελαινώ (The Celaeno Fragments), ο Ράμσεϊ Κάμπελ Τις Αποκαλύψεις του Γκλαάκι (The Glaaki Revelations) κι ο Μπράιαν Λάμλεϊ Τα Αποσπάσματα του Γκ’ χαρν (Q’hame Fragments).
Αλλά εκτός απ’ τις φυλές, τους Θεούς, τ’ απόκρυφα βιβλία και τα διάφορα άλλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την μυθολογία Κθούλου, ο Λάβκραφτ και οι συγγραφείς που την συνέχισαν μετά απ’ αυτόν, δημιούργησαν ακόμα φανταστικές περιοχές και πόλεις. Εκτός από τα υπαρκτά ουράνια σώματα, τον Αλντεμπαράν, τις Υάδες, τον Μπελτεγκέζ, τον Πλούτωνα, συναντά κανείς ακόμα στην γη, το Οροπέδιο του Λενγκ, το Νησί της Ρ’ λύε κι επίσης τις πόλεις της Μασαχουσέτης Άρκαμ, Κίνγκσπορτ, Ντάνγουιτς, Ίννσμουθ…
Τα διηγήματα που σχετίζονται με τον Κθούλου, περιγράφουν συνήθως τις προσπάθειες των Μεγάλων Παλαιών να ξανακερδίσουν την γη. Οι Πρεσβύτεροι Θεοί μόλις που εμφανίζονται στο προσκήνιο, ενώ οι βασικοί πρωταγωνιστές είναι οι Μεγάλοι Παλαιοί. Η φρίκη και ο τρόμος καραδοκούν πίσω απ’ τον άνθρωπο, που μοιάζει μ’ ένα ασήμαντο, ευτελές παιχνίδι στον τεράστιο, αχανή κοσμικό χώρο, που αυτές οι τερατώδεις δυνάμεις αγωνίζονται ασταμάτητα κι ατέλειωτα για κυριαρχία, επικράτηση και εξουσία.
Ο Λάβκραφτ όμως, καταφέρνει να συλλάβει με το σκοτεινό και μελαγχολικό τραγούδι του έργου του, την μηδαμινότητα αλλά και την μεγαλοσύνη του ανθρώπου, έτσι όπως τον τοποθετεί μπροστά στο ατέλειωτο χάος που τον περιβάλλει ανέλπιδα από παντού. Ο άνθρωπος παρ’ όλες τις επί μέρους ιδιομορφίες του, είναι στο βάθος ο ίδιος, γι’ αυτό ίσως κι ο Λάβκραφτ υποσυνείδητα παρουσιάζει στις ιστορίες του τον ίδιο χαρακτήρα, δηλαδή ένα τρομαγμένο ανθρώπινο πλάσμα, που όμως, παρ’ όλη την ταραχή που του δημιουργεί ο επερχόμενος κίνδυνος, καταφέρνει να αυτοκυριαρχηθεί και να συνειδητοποιήσει ότι ο κίνδυνος αυτός δεν στρέφεται αποκλειστικά και μόνο εναντίον αυτού το ίδιου προσωπικά, αλλά εναντίον ολόκληρου του ανθρώπινου γένους. Θ’ αγωνιστεί λοιπόν, μ’ όλες του τις δυνάμεις ν’ απαλλαγεί απ’ αυτόν. Οι ήρωές του έχουν συναίσθηση του καθήκοντος απέναντι στην ανθρωπότητα και θυσιάζονται γι’ αυτήν, προκειμένου να την σώσουν απ’ την φρίκη που την απειλεί και που της είναι οι ίδιοι μάρτυρες.
Οι ιστορίες του φυσικά, αφηγούνται περιπέτειες ανθρώπινων πλασμάτων σε ακραίες καταστάσεις, τέτοιες που να δημιουργούν σχεδόν ένα ψυχοσωματικό σοκ. Αυτό το κλίμα του τρόμου ωστόσο, που στοιχειώνει με μια μόνιμη ανατριχίλα τα διηγήματά του, δεν είναι ουσιαστικά τίποτ’ άλλο παρά οι αιώνιοι, ανεξήγητοι τρόμοι κι εφιάλτες που κατοικούν στο υποσυνείδητο και που έρχονται από τα βάθη των χρόνων, για να διηγηθούν μ’ αυτόν τον παραμορφωμένο τρόπο κάτι απ’ το σκοτεινό, άγριο παρελθόν της γης.
Ο Λάβκραφτ μες από μαύρα, υγρά υπόγεια τους προβάλλει στον ορίζοντα του κόσμου φτάνοντας μέχρι τ’ αστέρια. Κι αυτή η έστω εφιαλτική σύλληψή του μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια σύντομη στιγμή από μαύρο φως, πνευματικής υγείας ωστόσο, σ’ έναν ωκεανό από απόλυτο σκοτάδι και που πυκνώνει ανησυχητικά όλο και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου. Περ’ απ’ αυτό το σκοτάδι ενεδρεύει πάντα η αίσθηση ότι εκεί κατοικούν τρόμοι πολύ πιο ασύλληπτοι και φρικαλέοι απ’ αυτούς που περιγράφονται. Ο ίδιος στο The Call of Cthulhu σημειώνει χαρακτηριστικά:
- «Ζούμε σ’ ένα γαλήνιο νησί άγνοιας, που βρίσκεται στην μέση των μαύρων ωκεανών του απείρου… αλλά κάποια μέρα… θα μας ανοιχτούν τέτοιες τρομαχτικές απόψεις της πραγματικότητας που ή θα τρελαθούμε από την τρομερή θέα της αποκάλυψης αυτής ή θα επιστρέφουμε στην νύχτα και ασφάλεια ενός νέου μεσαίωνα».
Θα πρέπει να τονίσουμε επίσης, ότι συνθέτοντας την γκρίζα του τοιχογραφία ενός κόσμου που ζει στην σκιά του φόβου, παραμέρισε όλα τα παλιά τεχνάσματα του γοτθικού μυθιστορήματος (φαντάσματα, βρικόλακες, πνεύματα, ζόμπι, μάγους, μάγισσες, κ.ά.). Τα τέρατά του σπάνια εμφανίζονται στο φως της σκηνής, αλλά κι όταν το κάνουν, είναι θολά και συγκεχυμένα. Αυτή η υπαινικτικότητα είναι που τα κάνει ακόμα πιο τρομακτικά.
Ο Λάβκραφτ έχει την ικανότητα να δίνει στις εμπνεύσεις του πειστικότητα κι αληθοφάνεια αναφέροντας βιβλία, ημερολόγια, αποσπάσματα εφημερίδων, συνεντεύξεις και διάφορες άλλες αποδείξεις. Ανακατεύοντας όλ’ αυτά τα φανταστικά στοιχεία με τα αληθινά, καταφέρνει να δημιουργεί ένα ρεαλιστικό κλίμα αυθεντικότητας, που επενεργεί υπνωτιστικά πάνω στον αναγνώστη. Τα δαιμονικά του οράματα, η σπάνια ευχέρειά του να δημιουργεί με το δικό του ξεχωριστό τρόπο μια μεγαλειώδη εντύπωση κοσμικού τρόμου, η περίτεχνη, εφιαλτική, λαβυρινθώδης ατμόσφαιρά του και η λεκτική του ποιότητα, ανεξάρτητα αν συχνά κάνει κατάχρηση των επιθέτων «ακατονόμαστο», «ανίερο», «βλάσφημο», «απεχθές», «απαίσιο», «δαιμονικό», «αποκρουστικό», τον υψώνουν σ’ ένα μεγάλο τεχνίτη του είδους.
Ήταν ένας μεγάλος δημιουργός που γεννήθηκε σε λάθος εποχή. Οι συλλήψεις του, αυτές οι ταραγμένες εκρήξεις της ευαισθησίας του, ήταν σχεδόν μεγαλοφυείς. Η μυθολογία Κθούλου είναι μια δημιουργία ισάξια της Χώρας των Θαυμάτων, του Λιούις Κάρολ (1832-1898), του Άρη, του Έντγκαρ Ράις Μπάροους (1875-1950), του Οζ, του Φρανκ Μπάουμ (1856-1919), της Περελάντρα, του Κλάιβ Λιούις (1898-1963) και της Μέσης Γης, του Ρόναλντ Ρουέλ Τολκίεν (1892-1973).
Οι ιστορίες Κθούλου θεωρούνται τα καλύτερό του διηγήματα, γιατί σ’ αυτές παρουσιάζει ξεκαθαρισμένες απόψεις. Δείχνει πως ξέρει να τιθασεύει το υλικό του και να οργανώνει αρχιτεκτονικά το μύθο του. Η επίδρασή του, ειδικά στους νεότερους συγγραφείς, υπήρξε μεγάλη. Στάθηκε το δημιουργικό ερέθισμα της αναβίωσης της φανταστικής λογοτεχνίας που άνθισε στην δεκαετία του 1960- 1970 και που κρατάει μέχρι σήμερα.
Στην αρχή, ο Λάβκραφτ επηρεάστηκε, όπως είναι αναμενόμενο, από άλλους συγγραφείς, όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Άμπροουζ Μπιρς, ο Άρθουρ Μάκεν (1863-1947), ο λόρδος Ντάνσανι, ο Ρόμπερτ Τσέιμπερς. Αλλά σαν όλους τους μεγάλους δημιουργούς, γρήγορα αφομοίωσε τους πνευματικούς του δασκάλους και τους ξεπέρασε δημιουργώντας το δικό του κόσμο και που με την σειρά του αυτός ο εξωκοσμικής, μαύρης ομορφιάς κόσμος δημιούργησε την σχολή Λάβκραφτ, σχολή που απαριθμεί σήμερα ένα πλήθος συγγραφέων.
Απ’ τους νεότερους με παγκόσμια ακτινοβολία αξίζει ν’ αναφέρουμε τον Στέφεν Κινγκ (1946-), το συγγραφέα της Λάμψης, της Κριστίν και πολλών άλλων διάσημων έργων. Οι συγγραφείς που ακολούθησαν τον Λάβκραφτ, πρόσθεσαν νέα στοιχεία στην μυθολογία Κθούλου έτσι που άφοβα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι αυτή αντιπροσωπεύει μια ιδιαίτερη μορφή λογοτεχνίας στο χώρο του φανταστικού.
Είναι βέβαιο ότι με τον πρόωρο θάνατό του η Αμερική κι ο κόσμος έχασαν ένα χαρισματικό συγγραφέα, πριν αυτός προλάβει να ολοκληρώσει όλο το απόθεμα της απέραντης φαντασίας του. Όπως κιόλας έχουμε πει, μερικοί απ’ τους φανατικούς θαυμαστές του τον χαρακτηρίζουν “ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών. Ωστόσο, δεν νομίζω πως θα τον δούμε ποτέ ν’ αναγνωρίζεται ισάξιος του Ομήρου, του Σαίξπηρ ή του Τολστόι. Δεν αποκλείεται όμως, να υποσκελίσει κάποτε τον Πόε…” γράφει χαρακτηριστικά ο Λι Σπρέι ντε Καμπ στο βιβλίο του, Λάβκραφτ: Μια Βιογραφία, 1975.
Πάντως, εκείνο που μπορεί να υποστηριχτεί αναμφισβήτητα αυτή την στιγμή, είναι ότι ήταν μια ξεχωριστή λογοτεχνική φυσιογνωμία. Και στο είδος του ιδιοφυής. Βέβαια, έγραψε ανατριχιαστικά, μακάβρια, φρίκης και τρόμου έργα, ασχολήθηκε δηλαδή μ’ ένα είδος που θεωρείται από μια παρωπιδική πνευματική ελίτ «κατώτερο», «παραλογοτεχνία». Μια άποψη εντελώς ξεπερασμένη σήμερα πια, μια κι έχει αποδειχτεί ότι δεν υπάρχει ανώτερο και κατώτερο είδος, αλλά μόνο καλή και κακή λογοτεχνία. Κρίνοντας ψύχραιμα τον Λάβκραφτ σήμερα, παρ’ όλες τις αποτυχίες που θα μπορούσε να του καταλογίσει κανείς, μπορεί ωστόσο να πει, ότι η λογοτεχνία του είναι «υπερβολικά καλή». Τα «ανατριχιαστικά» του έργα προσφέρουν μια εξαιρετικά έντονη ψυχική απόλαυση· και τελικά αυτό είναι η σφραγίδα κάθε καλού βιβλίου.
- «Μπορεί να χρειαστεί να μάθουμε ότι το άπειρο στροβίλισμα του θανάτου και της γέννησης,
απ’ όπου δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε, είναι δική μας δημιουργία, δική μας αναζήτηση.» H. P. Lovecraft
@Ιων Μαγγος / miastala.com / 2009
***
Αναζήτησε την σειρά “the strain” για να πάρεις μια εικόνα του πως τα πολιτικά / θρησκευτικά/ Μυστικές Εταιρίες, κυκλώματα, στοές και λαγούμια, κάνουν αυτό ακριβώς που πραγματεύεται το άρθρο στον σύγχρονο τσιμεντόπολιτισμό του ανθρώπινου ζώου. Δείχνει απόλυτα ρεαλιστικά το πόσο εύκολο είναι να καταρρεύσει η κοινωνία του ανθρώπινου ζώου, αυτή την στιγμή. Θεωρώ ότι δεν χρειάζεται πάνω από 60 μέρες και είναι τραγικό να το βλέπεις να διαδραματίζεται με την αριστοτεχνική υπογραφή-εγγύηση του Guillermo Del Toro.
Αναζήτησε τα άρθρα:
TERRA PAPERS Η Αλήθεια Είναι Ολοφάνερη.
Necronomicon
Μεγάλοι Παλαιοί & Πρεσβύτεροι Θεοί.
Πέρα από τις Πύλες του Ασημένιου Κλειδιού
‘Το Μοντέλο του Πίκμαν’ Η.Ρ Lovecraft
Φυσικός εξηγεί την «Μη Ευκλείδεια Γεωμετρία» στο «Κάλεσμα του Κθούλου».
Η σκιά πάνω από το Ίνσμουθ.
Cthulhu στα Κάρβουνα με σώς Μυημένων.
Σημάδια των Μεγάλων Παλαιών.
Ο Χ.Φ. Λάβκραφτ, ο Α. Μάχεν, η Χρυσή Αυγή… και Μη Πραγματικές, Πραγματικότητες.