Του Marc Champion
Σε μια από τις πιο ασυνήθιστες πράξεις σαμποτάζ όλων των εποχών, έως και 2.800 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων εκατοντάδες αξιωματούχοι της Χεζμπολάχ, τραυματίστηκαν και αρκετοί σκοτώθηκαν σε ολόκληρο τον Λίβανο την Τρίτη, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας της χώρας, όταν εξερράγησαν οι βομβητές που χρησιμοποιούσαν για να επικοινωνούν. Κάποιος μετέτρεψε τις συσκευές σε βόμβες πριν από τη διανομή τους, ενώ μεταξύ των τραυματιών ήταν και ο πρεσβευτής του Ιράν στον Λίβανο.
Δεν χρειάζεται κάτι άλλο για να διαπιστωθεί η βαθιά διασύνδεση του Ιράν με τα μέλη του λεγόμενου τόξου αντίστασης που έχει οικοδομήσει γύρω από το Ισραήλ – από τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς μέχρι τους Χούθι της Υεμένης και τις σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ και τη Συρία.
Το περιστατικό αυτό μοιάζει πολύ με χτύπημα αποκεφαλισμού (σ.σ. Στη θεωρία του πυρηνικού πολέμου, το χτύπημα αποκεφαλισμού είναι μια προληπτική επίθεση πρώτου πλήγματος που αποσκοπεί στην αποσταθεροποίηση της στρατιωτικής και πολιτικής ηγετικής δομής του αντιπάλου με την ελπίδα ότι θα υποβαθμίσει σοβαρά ή θα καταστρέψει την ικανότητά του για πυρηνικά αντίποινα), θέτοντας εκτός μάχης την ανώτατη διοίκηση της Χεζμπολάχ, τη στιγμή που υπάρχουν πολλές εικασίες ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου μπορεί να σχεδιάζει την επέκταση του πολέμου στο Λίβανο.
Οι λεπτομέρειες παραμένουν θολές και το Ισραήλ – που κατηγορείται από τη Χεζμπολάχ – δεν έχει αναλάβει την ευθύνη. Ωστόσο, επρόκειτο για μια εξαιρετικά εξελιγμένη επιχείρηση που απαιτούσε σημαντική διείσδυση των μυστικών υπηρεσιών κάπου στην αλυσίδα εφοδιασμού για την τοποθέτηση εκρηκτικών υλικών σε χιλιάδες συσκευές, καθώς και τη διευθέτηση της εξ αποστάσεως πυροδότησης. Όλα αυτά έπρεπε να πραγματοποιηθούν χωρίς να εντοπιστούν, ακόμη και όταν οι βομβητές μεταφέρονταν και χρησιμοποιούνταν. Είναι εξαιρετικά απίθανο ότι η πρόκληση υπερθέρμανσης των μπαταριών με χακάρισμα, όπως κάποιοι υποστηρίζουν, θα μπορούσε να δημιουργήσει αυτού του είδους τον αντίκτυπο.
Μια εισβολή στον βόρειο γείτονα του Ισραήλ δεν είναι καθόλου αναπόφευκτη. Αργά το βράδυ της Δευτέρας, η κυβέρνηση έθεσε κάποιες πολιτικές βάσεις για μια μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση, προσθέτοντας την επιστροφή των εκτοπισμένων Ισραηλινών στα σπίτια τους κατά μήκος των λιβανικών συνόρων στους επίσημους στόχους του πολέμου στη Γάζα. Αλλά είναι επίσης πιθανό το χτύπημα με τους βομβητές να σχεδιάστηκε ως μια τελευταία προειδοποίηση για τη Χεζμπολάχ να σταματήσει τις επιθέσεις με ρουκέτες, και επομένως να αποφευχθεί η ανάγκη να στείλει το Ισραήλ τανκς για να ασφαλίσει τα σύνορα.
Μόνο αυτοί που διέταξαν την επίθεση μπορούν να γνωρίζουν την πλήρη πρόθεσή τους, αλλά να γιατί πρέπει να ελπίζουμε ότι αυτή ήταν μια προειδοποιητική βολή που η Χεζμπολάχ θα λάβει στα υπόψη της: Υπάρχει μια τεράστια αποσύνδεση μεταξύ της βάναυσης επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας της επίθεσης της Τρίτης στις λειτουργίες διοίκησης και ελέγχου της Χεζμπολάχ και της θλιβερής απόδοσης της κυβέρνησης του Ισραήλ σε ανώτερο, στρατηγικό επίπεδο.
Αν αυτό ήταν ένα λεγόμενο χτύπημα αποκεφαλισμού που θα προηγείται μιας ισραηλινής κίνησης στο Λίβανο, υπάρχουν τουλάχιστον δύο ξεχωριστά ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει το Ισραήλ. Το πρώτο είναι αν μια τέτοια εισβολή θα ήταν πράξη επίθεσης ή αυτοάμυνας. Με άλλα λόγια, θα ήταν νόμιμη; Το δεύτερο είναι αν θα ήταν έξυπνη, μια στρατηγική που μπορεί να επιτύχει να φέρει ασφάλεια στο Ισραήλ και σταθερότητα στην περιοχή.
Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι το Ισραήλ έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί αυτοάμυνα. Αυτό όχι μόνο επειδή η Χεζμπολάχ άρχισε να εκτοξεύει ρουκέτες στο Ισραήλ τη στιγμή που οι ισραηλινές δυνάμεις (IDF) άρχισαν να απαντούν στην επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου. Είναι επίσης επειδή το Ιράν χρησιμοποιεί αντιπροσώπους, συμπεριλαμβανομένης της Χεζμπολάχ και της Χαμάς, σε μια πολύ ευρύτερη προσπάθεια να στοχοποιήσει και να εξαλείψει το κράτος του Ισραήλ.
Και όμως, εξαιτίας του τρόπου που επέλεξε ο Νετανιάχου να διεξάγει τον πόλεμο στη Γάζα μέχρι σήμερα, κάθε επιχείρημα για τη νομιμότητα της επέκτασής του θα εξαϋλωθεί πριν καν αρχίσει. Ο απολογισμός των νεκρών αμάχων ήταν πολύ υψηλός και η ισραηλινή κυβέρνηση δεν έχει καμία προφανή στρατηγική για τους Παλαιστίνιους. Ο Λίβανος, λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του, θα μπορούσε να φέρει ακόμη πιο αιματηρό πόλεμο.
Θα ήταν επομένως σοφό να επεκταθεί ο πόλεμος; Η ιστορία λέει όχι. Το Ισραήλ έχει εισβάλει στο Λίβανο σε αναζήτηση ασφάλειας και μιας νεκρής ζώνης αρκετές φορές στο παρελθόν, χωρίς επιτυχία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό τώρα, καθώς η Χεζμπολάχ είναι ισχυρότερη και καλύτερα οπλισμένη από ποτέ – ακόμη και μετά το χτύπημα με τους βομβητές.
Η λογική πολλών Ισραηλινών είναι ότι ένας πόλεμος πλήρους κλίμακας με το Ιράν και τους πληρεξουσίους του είναι αναπόφευκτος και ότι το Ισραήλ δεν θα είναι ποτέ σε καλύτερη θέση να τον κερδίσει από ό,τι τώρα. Η Χαμάς έχει σχεδόν καταστραφεί ως στρατιωτική απειλή, η Χεζμπολάχ ταλανίζεται από πολιτικά προβλήματα στο εσωτερικό της στο Λίβανο και το Ιράν δεν είναι ακόμη αρκετά έτοιμο να ξεσπάσει ως πυρηνική δύναμη. Το να μην κάνουμε τίποτα είναι σαν να αφήνουμε πολλά προβλήματα μαζί να συσσωρεύονται και να οδηγούν σε έναν καταστροφικό αντίκτυπο.
Αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί – αν το Ισραήλ είχε ισχυρή διεθνή υποστήριξη για την εισβολή του στο Λίβανο και ένα σχέδιο για το μέλλον. Δεν έχει την πολυτέλεια να εμπλακεί μόνο του σε έναν άμεσο πόλεμο με το Ιράν. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά τις ΗΠΑ, στις οποίες θα πρέπει να βασιστεί για τα όπλα και τα πυρομαχικά που απαιτούνται για τρεις ενδεχομένως μακροχρόνιες καταλήψεις (της Γάζας, της Δυτικής Όχθης και του νότιου Λιβάνου). Εν τω μεταξύ, το στρατιωτικό κόστος και το κόστος φήμης της υποστήριξης των πολέμων του Ισραήλ μπορεί μόνο να αυξηθεί.
Ακόμη χειρότερα, ο Νετανιάχου επέλεξε αυτή τη συγκυρία για να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την αντικατάσταση του υπουργού Άμυνας, Γιοάβ Γκαλάντ, και ίσως και του αρχηγού του επιτελείου των ενόπλων δυνάμεων, αντιστράτηγου Χέρζι Χαλέβι. Αν θέλετε να μάθετε πόσο κακή ιδέα θα ήταν αυτή, δείτε πώς το Ισραηλινό Επιχειρηματικό Φόρουμ, το οποίο συγκεντρώνει 200 από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας, προειδοποίησε ενάντια σε αυτές τις κινήσεις. “Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται το Ισραήλ αυτή τη στιγμή είναι η απόλυση ενός υπουργού Άμυνας”, ανέφερε, προσθέτοντας ότι πρόκειται για μια κίνηση που γίνεται για μικροπολιτικούς λόγους, η οποία θα αποδυναμώσει τη χώρα, θα ενθαρρύνει τους εχθρούς της και θα πλήξει μια οικονομία που ήδη παραπαίει.
Ο Γκαλάντ είναι πρώην ναύαρχος. Είναι επίσης δημοφιλής και έχει διασταυρώσει τα ξίφη του με τον Νετανιάχου για την αντίσταση του πρωθυπουργού στην επίτευξη συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός με τη Χαμάς, καθώς και για το σχέδιό του να εισαγάγει νομοθεσία για την κατάργηση της εξαίρεσης που απολαμβάνουν οι υπερορθόδοξοι φοιτητές της Γιεσίβα από τη στρατιωτική θητεία. Ο Γκαλάντ έχει δίκιο και έχει την υποστήριξη του ισραηλινού κατεστημένου ασφαλείας και στις δύο περιπτώσεις.
Ο άνθρωπος που εξετάζεται για να τον αντικαταστήσει ως υπουργός Άμυνας είναι ο Γκίντεον Σαάρ, ο οποίος αποσχίστηκε από το κόμμα Likud, στο οποίο ανήκουν τόσο ο Νετανιάχου όσο και ο Γκαλάντ. Δεν γνωρίζω πολλά για τον Σαάρ, αλλά δεν έχει καμία στρατιωτική εμπειρία εκτός από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία του πριν από δεκαετίες. Το μοναδικό του προσόν για τη θέση φαίνεται να είναι οι τέσσερις έδρες που ελέγχει στην ισραηλινή Κνεσέτ, μια προσθήκη που θα βοηθούσε στην εξασφάλιση της εύθραυστης εξουσίας του Νετανιάχου.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς χειρότερο λόγο για την αλλαγή του κορυφαίου προσωπικού ασφαλείας κατά τη διάρκεια ενός πολέμου – πόσο μάλλον αν πρόκειται να επεκταθεί για να αντιμετωπιστεί ένα πολύ πιο δύσκολος αντίπαλος από τη Χαμάς.
Απόδοση – Επιμέλεια: Στάθης Κετιτζιάν