Είναι ένα γλυκό, ανοιξιάτικο βράδυ στην Κολωνία. Καθώς πηγαίνω στον σταθμό για να πάρω το τρένο για Βόννη, όλα μοιάζουν ήρεμα. Λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούν ακόμη στους δρόμους, σε κάποιες γωνιές παίρνει το αυτί σου μερικές σκόρπιες νότες από κάποιο μπαράκι, η πόλη μοιάζει να πέφτει σιγά-σιγά για ύπνο.
Το τρένο μου αναχωρούσε στις 22:35 – υποτίθεται. Γιατί έπειτα από 40 λεπτά και καμιά δεκαπενταριά βόλτες πάνω-κάτω στην πλατφόρμα ο συρμός δεν φαινόταν ακόμη πουθενά. Εν τέλει γύρω στις 23:30 το τρένο μπαίνει στον σταθμό, επιβιβαζόμαστε και… δεν κουνιέται ρούπι. Λίγα λεπτά αργότερα ο οδηγός ανακοινώνει από τα μεγάφωνα πως ένας επιβάτης έκανε φραστική ρατσιστική επίθεση σε έναν άλλον και πως τώρα το τρένο ακινητοποιείται, ώστε να περιμένουμε την Ομοσπονδιακή Αστυνομία.

Παράλληλα, ο δράστης της ρατσιστικής επίθεσης επέμενε να μη θέλει να βγει οικειοθελώς από το τρένο – όταν κάποιοι άλλοι επιβάτες προσπάθησαν να τον βγάλουν με το ζόρι, πιάστηκαν στα χέρια. Ένας από τους εμπλεκόμενους έπεσε προς τα πίσω, σπάζοντας το πόδι του. Πέραν των αστυνομικών, περιμέναμε να έρθει και ασθενοφόρο.
Ο νόμος και η αντίδραση των πολιτών
Η ιστορία στον σταθμό της Κολωνίας είναι χαρακτηριστική του πώς γίνεται στη Γερμανία ορισμένα πράγματα να πηγαίνουν τόσο σωστά και ορισμένα άλλα τόσο λάθος.
Από τη μία πλευρά έχεις κανόνες αλλά και πολίτες που αντιδρούν υποδειγματικά σε ένα περιστατικά όπως αυτό. Ο γερμανικός νόμος προβλέπει ότι η λεκτική, ρατσιστική επίθεση όχι μόνο επισύρει άμεση ειδοποίηση της αστυνομίας, αλλά επιπλέον εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ομοσπονδιακών και όχι απλώς των τοπικών αρχών.
Το άμεσο, πρακτικό αποτέλεσμα της συμπεριοφοράς του δράστη ήταν να σταματήσει ένας ολόκληρος συρμός. Ταυτόχρονα η όλη αρνητικά φορτισμένη ατμόσφαιρα και η άμεση αντίδραση των υπόλοιπων επιβατών, μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για την τέλεση τέτοιων πράξεων από άλλους πιθανούς δράστες, ιδίως σε δημοσίους χώρους.
Δομικά προβλήματα και κοινωνικός ρατσισμός

Από την άλλη πλευρά έχεις ταυτόχρονα ένα κράτος που αδυνατεί να εξυπηρετήσει τους πολίτες του με τον δέοντα τρόπο. Τα προβλήματα του γερμανικού σιδηροδρομικού δικτύου είναι γνωστά και δυσεπίλυτα, τα τρένα συχνά αργούν πολύ. Ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο, όμως, το να καθυστερεί ένας συρμός με τοπικό δρομολόγιο πάνω από 45 λεπτά και ενδιάμεσα να ακυρώνεται άλλος ένας προγραμματισμένος συρμός, που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τους επιβάτες, παραπάει.
Παράλληλα, η κοινωνία βρίσκεται σε πρωτοφανή αναβρασμό, που κατευθύνεται κυρίως εναντίον ανθρώπων με μεταναστευτικό υπόβαθρο. Και αυτό δεν αντανακλάται μόνο στην εκτόξευση των ποσοστών της ακροδεξιάς AfD. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία των γερμανικών αρχών οι επιθέσεις εναντίον αλλοδαπών το 2024 αυξήθηκαν κατά 34%.
Βάσει της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας τα περιστατικά διακρίσεων στη Γερμανία έφτασαν τα 11.405 πέρυσι, αριθμός-ρεκόρ τα τελευταία πολλά χρόνια. Σε έρευνα του 2024 το 21,8% προέβη σε έκδηλα ξενοφοβικές τοποθετήσεις. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό από το 2018 και κατά 4,8% υψηλότερο σε σύγκριση με το 2022.
Τέλος, σε άλλη έρευνα της ίδιας υπηρεσίας, το 33,8% των ερωτηθέντων συμφωνεί μερικώς ή απολύτως πως η Γερμανία έχει υπερβολικά πολλούς μετανάστες, το 33,3% πως οι αλλοδαποί έρχονται στη χώρα αποκλειστικά και μόνο για να εκμεταλλευτούν τα κοινωνικά προνόμια, ενώ το 24,8% υποστηρίζει πως, όταν στη Γερμανία υπάρχουν λίγες θέσεις εργασίας, οι αλλοδαποί θα πρέπει να σταλούν πίσω στις πατρίδες τους.
Συσσωρευμένη οργή
Το περιστατικό στον σταθμό της Κολωνίας αποτελεί ένα απτό παράδειγμα μίας υποβόσκουσας ατμόσφαιρας που είναι αδύνατον να μην αντιληφθεί όποιος βρεθεί αυτό το διάστημα στη Γερμανία – ιδίως δε εάν έχει επισκεφτεί τη χώρα και άλλες φορές στο παρελθόν, ειδικά προ πανδημίας.

Η προσωπική μου αίσθηση από τις δύο εβδομάδες που πέρασα στη Βόννη, το Βερολίνο και το Μόναχο είναι πως η χώρα βράζει. Νιώθεις μία ένταση, έναν συσσωρευμένο θυμό, ο οποίος με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο μπορεί συχνά να μη φαίνεται προδήλως, αλλά τον αισθάνεσαι γύρω σου – πρωτίστως στις μεγαλουπόλεις.
Η Γερμανία μοιάζει να βυθίζεται σε μια δίνη κοινωνικής πόλωσης. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα αποτελέσματα των ομοσπονδιακών εκλογών του περασμένου Φεβρουαρίου και την ιστορική επιτυχία της AfD θα μπορούσε κανείς να πει πως η διάβρωση της κοινωνίας και η απήχηση της ξενοφοβίας και του ακροδεξιού λαϊκισμού έχουν προχωρήσει ενδεχομένως σε τέτοιο σημείο, που είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω των συμβατικών, σταδιακών πολιτικών λύσεων.
Μόνη ελπίδα παραμένει το να μην αποφασίσει η Γερμανία πως θέλει πρώτα να δοκιμάσει τι εστί Ακροδεξιά στο τιμόνι της χώρας, προτού την απορρίψει – με ολέθριες συνέπειες τόσο για την ίδια τη χώρα όσο και για την Ευρώπη συνολικά.

