Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιμετωπίζει πιέσεις από πολλά κράτη μέλη να υποχρεώσει τις πλατφόρμες κοινωνικών μέσων να αναλάβουν το βάρος της καταπολέμησης των απάτων στις ηλεκτρονικές πληρωμές, οι οποίες κοστίζουν δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο
Η πρωτοβουλία με επικεφαλής την Ιρλανδία έρχεται σε μια στιγμή που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ πιέζει τις Βρυξέλλες να χαλαρώσουν τη ρύθμιση των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας.
Οι Βρυξέλλες θέλουν να θεσπίσουν το δικαίωμα αυτόματης αποζημίωσης από την PayPal, τη Visa, τη Mastercard και τις τράπεζες για τους πελάτες που έχουν πέσει θύματα απάτης, στο πλαίσιο μιας πρότασης της Επιτροπής για τη ρύθμιση των υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκεται υπό διαπ
Ωστόσο, μια προτεινόμενη τροπολογία της πρότασης, που υποβλήθηκε από το ιρλανδικό υπουργείο Οικονομικών και κερδίζει έδαφος σε άλλες χώρες της ΕΕ, θα υποχρεώνει τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας να ελέγχουν τη νομιμότητα των διαφημιστών πριν από τη δημοσίευση των διαφημίσεων.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΕ, οι διαδικτυακοί απατεώνες, χρησιμοποιώντας εξελιγμένες διαφημίσεις που προτρέπουν τους χρήστες να εισάγουν τα προσωπικά τους δεδομένα, εξαπάτησαν τους Ευρωπαίους κατά 4,3 δισ. ευρώ το 2022.
Σύμφωνα με την πρόταση της Ιρλανδίας, που είδε η Financial Times, στην ΕΕ θα επιτρέπονται μόνο διαφημίσεις από εγγεγραμμένους παρόχους χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Αυτό θα απαιτήσει αλλαγή των κανονισμών που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση.
«Δεν μπορούμε να αφήσουμε προφανή κενά στη νομοθεσία που επιτρέπουν στους εγκληματίες να εξαπατούν τους πολίτες και να τους στερούν τις αποταμιεύσεις μιας ζωής», δήλωσε η Regina Doherty, ευρωβουλευτής από την Ιρλανδία.
Η Google αρνήθηκε να σχολιάσει τις συνομιλίες, αλλά δήλωσε ότι καταπολεμά «την οικονομική απάτη στις διαφημίσεις μέσω των εργαλείων, του προσωπικού και των πολιτικών της».
Η Google διαθέτει ένα πρόγραμμα πιστοποίησης χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών για την καταπολέμηση της απάτης, το οποίο λειτουργεί σε 17 χώρες. Οι διαφημιστές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν λάβει άδεια από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές των χωρών όπου θα εμφανίζονται οι διαφημίσεις τους στο Google.
Η Meta, μητρική εταιρεία του Facebook και του Instagram, αρνήθηκε να σχολιάσει.
Η Ιρλανδία δηλώνει ότι τα προτεινόμενα μέτρα «εστιάζουν στον φορέα που δημοσιεύει το περιεχόμενο και όχι στο ίδιο το περιεχόμενο… Απλώς απαιτούν, πριν μια οντότητα γίνει διαφημιζόμενος, η πλατφόρμα να επαληθεύει ότι είναι εξουσιοδοτημένος πάροχος χρηματοοικονομικών υπηρεσιών», σύμφωνα με το σημείωμα του υπουργείου Οικονομικών που παρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο.
Σύμφωνα με άτομα που είναι κοντά στην πρόταση, περίπου οι μισές χώρες της ΕΕ έχουν εκφράσει την υποστήριξή τους. Ωστόσο, το ιρλανδικό σχέδιο έχει συναντήσει εμπόδια.
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απαίτηση από τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας να ελέγχουν τους διαδικτυακούς διαφημιστές για απάτες θα παραβίαζε μια διάταξη του ιστορικού νόμου για τις ψηφιακές υπηρεσίες, σύμφωνα με την οποία οι τεχνολογικές εταιρείες δεν υποχρεούνται να πραγματοποιούν ευρεία παρακολούθηση του περιεχομένου, σύμφωνα με αρκετούς διπλωμάτες της ΕΕ.
Ωστόσο, οι υποστηρικτές της πρωτοβουλίας υπό την ηγεσία της Ιρλανδίας αντέταξαν ότι η απαίτηση για έλεγχο των διαφημιστών θα μπορούσε να σχεδιαστεί έτσι ώστε να συμμορφώνεται με την ισχύουσα νομοθεσία.
«Δεν είναι ότι δεν μπορούν, είναι ότι δεν θέλουν [από την πλευρά της Επιτροπής] και γι’ αυτό είμαστε εξοργισμένοι», δήλωσε η ιρλανδή ευρωβουλευτής Doherty στην FT. Είπε ότι δεν αρκεί να βασιζόμαστε στην εθελοντική ρύθμιση από τις πλατφόρμες κοινωνικών μέσων.
Η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν μπορεί να σχολιάσει «ζητήματα που σχετίζονται με τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για νομοθετικές προτάσεις».
Η Πολωνία, η οποία ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ και είναι υπεύθυνη για την επίτευξη συναίνεσης σχετικά με τη νομοθεσία, παραμένει μη πεπεισμένη.
Η Βαρσοβία πρότεινε αντ’ αυτού την απλούστευση της επικοινωνίας μεταξύ των παρόχων πληρωμών και των πλατφορμών, οι οποίες θα πρέπει στη συνέχεια να «αφαιρέσουν ή να αποκλείσουν την πρόσβαση σε περιεχόμενο που σχετίζεται με την αιτία της αναφερόμενης απάτης», σύμφωνα με σχέδιο πρότασης.
Ο κλάδος υποστηρίζει ότι είναι πολύ αργά και ότι οι νομοθέτες δεν κατανοούν πλήρως τη φύση της επενδυτικής απάτης και το κενό στη νομοθεσία.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ιρλανδίας, τη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας και υποστηρικτή των ιρλανδικών προτάσεων, πάνω από το 75 % των απωλειών των πελατών της πέρυσι προήλθε από επενδυτική απάτη.
Οι διαφημίσεις που προωθούν διαδικτυακές απάτες μπορούν να αναρτηθούν σε μεγάλη κλίμακα και στη συνέχεια να καταργηθούν ανά πάσα στιγμή, συχνά μετά την πρόκληση της ζημίας, αλλά πριν φτάσουν στα μάτια των αρχών. Σε πολλές περιπτώσεις, τα θύματα δεν μπορούν να ανακτήσουν τα χρήματά τους, ενώ οι διαφημιστές συνεχίζουν να αναρτούν παρόμοιες διαφημίσεις σε διαφορετική μορφή.
«Μόλις αναφέρεις [την απάτη μέσω των πλατφορμών κοινωνικών μέσων], το γεγονός έχει ήδη συμβεί», δήλωσε ο Brian Hayes, διευθύνων σύμβουλος της Ομοσπονδίας Τραπεζών και Πληρωμών της Ιρλανδίας.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί να ενθαρρύνει τους πελάτες να επενδύσουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές… Αλλά αν αυτό συμβεί στην πραγματική ζωή σε έναν καταναλωτή, θα μείνει σημαδεμένος για πάντα και πιθανότατα δεν θα θέλει ποτέ να επενδύσει ξανά».
Επιμέλεια – Απόδοση: Τατιανή Σάγιεχ

