Christine Lagarde, Financial Times
Η συγγραφέας είναι πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
Όλοι το έχουμε ακούσει ξανά και ξανά: είτε αντιμετωπίζουμε την κλιματική αλλαγή και προστατεύουμε τη φύση, είτε αντιμετωπίζουμε το υψηλό τίμημα της αδράνειάς μας. Και το τίμημα αυτό αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Αρκεί να αναλογιστείτε τις πρόσφατες πλημμύρες στην Ισπανία, τις ξηρασίες στη λεκάνη του Αμαζονίου ή τις καταιγίδες στη Βόρεια Αμερική. Αυτά τα γεγονότα είναι τρομακτικά από μόνα τους, αλλά καταστρέφουν επίσης τα θεμέλια των οικονομιών μας και, τελικά, τη βάση της οικονομικής μας επιβίωσης.
Η αντιμετώπιση της κρίσης του κλίματος και της φύσης απαιτεί επείγουσες επενδύσεις σε τρεις τομείς: μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, προσαρμογή και ανακούφιση από καταστροφές. Με άλλα λόγια, πρέπει να περιορίσουμε την κλιματική αλλαγή στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, να προετοιμαστούμε για αυτό που δεν μπορούμε να αποφύγουμε και να βοηθήσουμε αυτούς που πλήττονται περισσότερο. Όλα αυτά είναι ζωτικής σημασίας – και όλα αυτά κοστίζουν. Αλλά μέχρι στιγμής, έχουμε κινητοποιήσει μόνο ένα κλάσμα της χρηματοδότησης που χρειαζόμαστε.
Για να παραμείνουμε σε τροχιά επίτευξης των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, οι παγκόσμιες επενδύσεις στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής που έχει σχεδιαστεί για να βοηθήσει στη μετάβαση των οικονομιών μας πρέπει να φτάσουν έως και τα 11,7 εκατ. δολάρια ετησίως έως το 2035, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Περιβαλλοντικού Προγράμματος του ΟΗΕ (UNEP). Αυτό ισοδυναμεί με το 10% περίπου της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής. Μόνο η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί να τριπλασιαστούν οι επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια έως το 2030. Πρέπει επειγόντως να απελευθερώσουμε όλες τις πιθανές πηγές κεφαλαίων, με ταχύτητα και σε κλίμακα, και να θέσουμε σε εφαρμογή τις ρυθμιστικές προϋποθέσεις για τη χρηματοδότηση του πράσινου μέλλοντός μας και τη διατήρηση της φύσης.
Η κλιματική αλλαγή και η υποβάθμιση της φύσης θα μεταμορφώσουν τις κοινωνίες μας ανεξάρτητα από τις δράσεις που θα αναλάβουμε. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προσαρμοστούμε και να γίνουμε πιο ανθεκτικοί – και πρέπει να το κάνουμε με τρόπο δίκαιο και ισότιμο. Ακόμα και στα πιο αισιόδοξα σενάρια, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να βοηθήσουν, ιδίως τις πιο ευάλωτες ομάδες. Ωστόσο, εξετάζοντας τις επενδύσεις για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, η διαφορά μεταξύ των αναγκαίων και των προγραμματισμένων – αυτό που αποκαλούμε «χρηματοδοτικό κενό» – διευρύνεται. Το UNEP εκτιμά επίσης ότι οι εν λόγω χρηματοδοτικές ανάγκες αυξάνονται.
Είναι κατά 50% υψηλότερες από ό,τι είχε εκτιμηθεί προηγουμένως και έως και 18 φορές μεγαλύτερες από τις τρέχουσες δεσμεύσεις. Η καθυστέρηση στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και στην προσαρμογή αυξάνει τον κίνδυνο φυσικών καταστροφών και, με τη σειρά της, την ανάγκη για ανακούφιση από καταστροφές. Είναι ιδιαίτερα καθήκον των ισχυρότερων χωρών να βοηθήσουν τις πιο ευάλωτες, τόσο για ανθρωπιστικούς όσο και για οικονομικούς λόγους. Αλλά και εδώ, οι προσπάθειές μας απέχουν πολύ από το να είναι επαρκείς και η χρηματοδότηση απέχει πολύ από το σημείο που πρέπει να είναι.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ ασφαλισμένων και ανασφάλιστων ζημιών. Σύμφωνα με την Swiss Re, μόνο το 38% του συνόλου των 280 δισ. δολαρίων των παγκόσμιων οικονομικών ζημιών το 2023 ήταν ασφαλισμένο, και το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν συγκεντρωμένο στον βιομηχανικό κόσμο. Η συμφωνία για το Ταμείο Ζημιών που επιτεύχθηκε πριν από δύο χρόνια στην COP27 στο Σαρμ ελ Σέιχ ήταν ένα ευπρόσδεκτο βήμα και η COP29, η οποία άνοιξε τη Δευτέρα στο Μπακού, είναι μια ευκαιρία για τις χώρες να το εξοπλίσουν με το κεφάλαιο που χρειάζεται. Δεδομένων, ωστόσο, των άνισων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, οι πιο ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να αυξήσουν τις συνεισφορές τους σε αυτό.
Η κλιματική αλλαγή και η υποβάθμιση της φύσης αποτελούν απειλές για τις οικονομίες μας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και άλλες κεντρικές τράπεζες τις λαμβάνουν υπόψη όταν εργάζονται για να διατηρήσουν τις τιμές σταθερές, τις τράπεζες υγιείς και το χρηματοπιστωτικό σύστημα ασφαλές. Είναι καθήκον μας να συλλέγουμε και να αναλύουμε δεδομένα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η κλιματική αλλαγή και η απώλεια της φύσης έχουν αντίκτυπο στις τράπεζες και την οικονομία. Αυτό μπορεί να βοηθήσει στην αποτελεσματική καθοδήγηση της ήδη δεσμευμένης και της μελλοντικής χρηματοδότησης, ώστε η οικονομία να ευθυγραμμιστεί με τους στόχους του Παρισιού.
Όμως, οι κυβερνήσεις είναι αυτές που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής. Είναι αυτές που διαθέτουν τα μέσα και τα εργαλεία για την αντιμετώπισή της. Ωστόσο, δεν μπορούν να το κάνουν μόνες τους. Οι εταιρείες, οι κεφαλαιαγορές και οι επενδυτές επιχειρηματικού κινδύνου θα πρέπει επίσης να διαδραματίσουν ζωτικό ρόλο στη χρηματοδότηση της πράσινης καινοτομίας. Και εντός της ΕΕ, οι διαρθρωτικές πολιτικές, τα φορολογικά κίνητρα (όπως η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και η κατάργηση των επιδοτήσεων για τα ορυκτά καύσιμα), τα σχέδια μετάβασης και η πρόοδος στην ένωση κεφαλαιαγορών είναι όλα κρίσιμα για την άρση των επενδυτικών εμποδίων και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης.
Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η δίκαιη και ισότιμη προστασία της βιοποικιλότητας δεν είναι ένα έργο που μπορούμε να αφήσουμε στις μελλοντικές γενιές – είναι καθήκον μας να δράσουμε τώρα. Για να εξασφαλίσουμε την οικονομική μας επιβίωση, πρέπει να επενδύσουμε στο πράσινο και ανθεκτικό μέλλον μας. Η φετινή COP σηματοδοτεί την κατάλληλη στιγμή για να καλύψουμε το παγκόσμιο χρηματοδοτικό κενό για το κλίμα.
Τ.Σ.