Οι κεντρικές τράπεζες στηρίζουν στην ουσία το «παιχνίδι» του ιδιωτικού κέρδους, προς όφελος των λίγων και εις βάρος των πολλών – παρέχοντας βοήθεια ακόμη και στις εμπορικές τράπεζες που, σε περιόδους ανόδου των βασικών επιτοκίων, κερδίζουν τεράστια ποσά από τους τόκους, καταθέτοντας χρήματα στην κεντρική με υψηλά επιτόκια (μόνο οι ελληνικές τράπεζες εισέπραξαν από το Σεπτέμβρη του 2022 έως το Δεκέμβρη του 2023, τόκους ύψους 1,226 δις € από την ΕΚΤ.
- Σε ποιόν ανήκει η ΕΚΤ και ποιος είναι υπεύθυνος για τις «ζημίες» της; Οι Πολίτες!.
Ο περιορισμός των συναλλαγών με μετρητά από τα κράτη και οι φορολογικές παροχές για τη διενέργεια ψηφιακών πληρωμών, είναι μία ακόμη βοήθεια στις τράπεζες – οι οποίες δυσκολεύουν επί πλέον την πρόσβαση των πελατών τους σε μετρητά, περιορίζουν τα ΑΤΜ, μειώνουν το δίκτυο των καταστημάτων και τις υπηρεσίες τους, έχοντας επί πλέον ωφέλεια από τη μείωση των εξόδων τους κοκ.
- Εν τούτοις, πολύ σπάνια ασκείται δημόσια κριτική στις κεντρικές τράπεζες – ούτε καν για το ότι, αποφεύγουν την εποπτική τους ευθύνη έναντι των εμπορικών τραπεζών. Με την εξαφάνιση πάντως των μετρητών, οι άνθρωποι θα χάσουν την τελευταία ευκαιρία που έχουν για τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος – οπότε θα καταλήξουν έρμαιο των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ανάλυση
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ
Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατες οικονομικές έρευνες, η υπερβολική ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα, ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης (απορρύθμισης) των τραπεζών (Νόμος Glass-Stegall 1999), είναι αρνητική για την άνοδο του ΑΕΠ – οδηγεί δηλαδή στη συρρίκνωση του. Η βασική αιτία δε είναι το ότι, τα χρήματα πλέον παράγουν χρήματα, χωρίς να είναι ανάγκη να επενδύονται στην πραγματική οικονομία – με απλά λόγια, τα χρήματα έχουν αυτονομηθεί. Αρνητική είναι επίσης για την άνοδο της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας – επειδή προϋποθέτουν επενδύσεις που μειώνονται συνεχώς.
Ιστορικά τώρα, διαπιστώνεται ένας αγώνας κυριαρχίας, μεταξύ του ιδιωτικού και του κρατικού χρήματος – πίσω από τον οποίο κρύβονται τα ιδιωτικά και δημόσια συμφέροντα, για την απόκτηση ιδιωτικού και δημοσίου πλούτου. Εν προκειμένω, ο κρατικός δανειστής θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία – με την ίδρυση της κεντρικής της τράπεζας.
Ο σκοπός ήταν να τεθεί τέλος στο νομισματικό χάος που επικρατούσε, λόγω των πολλών εκδοτών ιδιωτικών νομισμάτων – ένα χάος που δεν επικρατούσε μόνο στην Αγγλία, όπως στο παράδειγμα της Ολλανδίας που ήδη στις αρχές του 17ου αιώνα κυκλοφορούσαν 800 διαφορετικά νομίσματα, από όλον τον πλανήτη. Υπήρχαν βέβαια οι ονομαζόμενες ιδιωτικές κεντρικές τράπεζες, ιδιόκτητες κατά την ονομασία, από τις αρχές του 16ου αιώνα έως τις αρχές του 20ου αιώνα – όπου μόνο στη Γερμανία, υπολογίζονταν πάνω από 30 τον 19ο αιώνα.
Εκείνο τον αιώνα ακριβώς, τον 19ο, ιδρύθηκαν ορισμένες κρατικές κεντρικές τράπεζες – το 1800 στη Γαλλία (Banque de France), το 1814 στην Ολλανδία (De Nederlandsche Bank), το 1876 στη Γερμανία (Reichsbank) και το 1893 στην Ιταλία (Banca d’ Italia). Συνολικά το 1900, είχαν τη δική τους κρατική κεντρική τράπεζα 18 χώρες – ενώ οι ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες δεν κουράστηκαν ποτέ να κυκλοφορούν όλο και περισσότερα δικά τους χρήματα, γνωστά ως «τραπεζικό χρήμα».
Η ίδρυση πάντως δύο νομισματικών κυκλωμάτων, των κεντρικών και των εμπορικών τραπεζών, είχε μεγάλη ιστορική σημασία – γεγονός που σημαίνει ότι, οι κεντρικές τράπεζες ήταν πίσω από τις ιδιωτικές εμπορικές, λειτουργώντας ως δίχτυ ασφαλείας τους. Επομένως, πίσω από τα συμφέροντα των μεγάλων ιδιωτικών κεφαλαίων – κάτι που υπάρχει και σήμερα.
Ο πρώτος κύκλος των χρημάτων
Συνεχίζοντας, το πρώτο νομισματικό κύκλωμα συνδέει τις κεντρικές τράπεζες (ορισμένες από τις οποίες δεν είναι μεν δημόσιες αλλά έχουν κρατικές λειτουργίες, όπως η Fed ή η Τράπεζα της Ελλάδας), με τις ιδιωτικές εμπορικές – όπου εδώ μπορεί να αναφερθεί κανείς σε ένα κλειστό ή αποκλειστικό κύκλο χρήματος, επειδή μόνο οι κεντρικές και οι εμπορικές τράπεζες έχουν πρόσβαση.
Στο συγκεκριμένο κύκλο, κυκλοφορούν μόνο τα χρήματα των κεντρικών τραπεζών – τα οποία αποκαλούνται «αποθεματικά» (reserves) και είναι τα πιο ασφαλή. Η κυριότερη χρησιμότητα τους δε, είναι η εξυπηρέτηση των εμπορικών τραπεζών – ως το ισχυρότερο μέσον αντιστάθμισης κινδύνου, για τα τραπεζικά τους χρήματα.
Ορισμένες μεγάλες εμπορικές τράπεζες τώρα, χρησιμοποιούν τα «αποθεματικά χρήματα» της κεντρικής τράπεζας για να αγοράζουν κρατικά ομόλογα – από τον εκάστοτε οργανισμό του υπουργείου οικονομικών που λειτουργεί για λογαριασμό της κυβέρνησης. Κατά την αγορά αυτών των τίτλων, οι πλειοδότριες τράπεζες είναι συνήθως ασφαλείς – λόγω του σχετικά χαμηλού κινδύνου αθέτησης των πληρωμών αυτών των ομολόγων.
Εν προκειμένω, ένας από τους καλύτερους ειδικούς του σημερινού νομισματικού συστήματος, ο J. Huber, έχει αναφερθεί στην εξαιρετικά επισφαλή σχέση μεταξύ του κρατικού και του ιδιωτικού χρήματος από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ειδικότερα, οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι που κυριαρχούν συνήθιζαν να διακηρύσσουν ότι, ο χρυσός στήριζε αυτά τα χρήματα – κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει, ενώ έγινε εμφανές ότι επρόκειτο για μύθο, μετά την έξοδο των ΗΠΑ από τον κανόνα του χρυσού (1971).
Ο Huber υποστηρίζει λοιπόν απολύτως δικαιολογημένα ότι, τα χρήματα είναι ακάλυπτα, στην ουσία χαρτιά χωρίς αξία – εύλογα, αφού δημιουργούνται από το πουθενά, με το πάτημα ενός κουμπιού (ανάλυση). Ερευνητές εδώ, όπως ο Αμερικανός νομισματικός οικονομολόγος I. Fisher, έχουν την άποψη πως η 100% κάλυψη του αποθεματικού χρήματος των κεντρικών τραπεζών, ενδεχομένως με χρυσό, είναι λύση για το συγκεκριμένο πρόβλημα – κάτι που δεν μπορεί να είναι σωστό, αφού τα αποθεματικά χρήματα των κεντρικών τραπεζών που προορίζονται για την εξασφάλιση των τραπεζικών χρημάτων, αποτελούν μόλις ένα ελάχιστο ποσοστό τους.
Ειδικότερα, στην Ευρωζώνη τα 100 € σε τραπεζικό χρήμα, απαιτούν μόλις 1 € σε ελάχιστο αποθεματικό – δηλαδή όταν η τράπεζα δανείζει 100 € σε κάποιον πελάτη της, χρειάζεται να έχει μόλις 1 € στην κεντρική. Ακόμη χειρότερα, οι εμπορικές τράπεζες καταθέτουν αναλογικά αποθεματικά στην κεντρική, μετά την χορήγηση των δανείων – κάτι που ασφαλώς δεν εκπληρώνει τη σωστή λειτουργία του ελάχιστου αποθεματικού.
Σε άλλες χώρες δε, όπως στον Καναδά και στην Αυστραλία, δεν είναι υποχρεωτικά πλέον τα ελάχιστα αποθεματικά – ενώ πίσω από το δείκτη των ελάχιστων ή μηδενικών αποθεματικών, κρύβεται ή δεν δηλώνεται δημόσια η παραδοχή ότι, τα χρήματα δεν έχουν κανένα αντίκρισμα. Σε κάθε περίπτωση, οι κεντρικές τράπεζες έχουν προ πολλού παραιτηθεί από τον έλεγχο των εμπορικών τραπεζών – όπου η πιο εντυπωσιακή απόδειξη είναι το γεγονός ότι, πάνω από το 90% των χρημάτων που κυκλοφορούν μεταξύ των εμπορικών τραπεζών και των πελατών τους, είναι τραπεζικά χρήματα που «παράγονται» με την παροχή δανείων (ανάλυση).
Ο δεύτερος κύκλος των χρημάτων
Περαιτέρω, ο δεύτερος κύκλος είναι αυτός του τραπεζικού χρήματος – της συναλλαγής δηλαδή ενός ιδιώτη Α ή επιχειρηματία Β και των εμπορικών τους τραπεζών. Συγκριτικά με τον πρώτο κύκλο, η ασφάλεια των χρημάτων εδώ είναι σημαντικά χαμηλότερη – επειδή τα χρήματα που φέρνουν στις τράπεζες ο ιδιώτης Α ή ο επιχειρηματίας Β, είναι μεν χρήματα και των δύο, αλλά από τη στιγμή που τα καταθέτουν είναι απλά ένα δάνειο που παρέχουν στις τράπεζες τους.
Επομένως, η ασφάλεια τους εξαρτάται από τη φερεγγυότητα των τραπεζών – η οποία κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι, όπως αποδείχθηκε από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όπου εκατομμύρια Αμερικανοί και όχι μόνο, επλήγησαν σε μεγάλο βαθμό, χάνοντας τα σπίτια τους και μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεων τους.
- Σε άλλες χώρες, όπως στην Ελλάδα, οι τράπεζες διασώθηκαν με τα χρήματα των φορολογουμένων, αφού αυξήθηκαν το δημόσιο χρέος και οι κρατικές εγγυήσεις, όπως με τα προγράμματα Ηρακλής, ενώ δόθηκαν επί πλέον τεράστιες φορολογικές ελαφρύνσεις (αναβαλλόμενος φόρος) – όπου όμως είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή μέτρων λιτότητας για την κάλυψη τους.
Τα μέτρα αυτά οδήγησαν σε μειώσεις των μισθών, σε απολύσεις, σε χρεοκοπίες κοκ. – κάτι που δεν επέτρεψε σε πολλούς να ανταπεξέλθουν με τα δάνεια τους, οπότε έχασαν τα σπίτια τους, τις καταθέσεις τους κλπ.
Συνεχίζοντας, οι δύο νομισματικοί κύκλοι, στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί, προέκυψαν σε μία μακρόχρονη ιστορική περίοδο – στην οποία η πραγματική οικονομία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο.
- Με ένα απλό παράδειγμα, ο επιχειρηματίας Β πήρε ένα δάνειο 100.000 € από την τράπεζα του για να επενδύσει στην εταιρία του – όπου η τράπεζα τον εμπιστεύθηκε, θεωρώντας πως θα επιστρέψει το δάνειο συν τους τόκους του. Από την άλλη πλευρά, ο επιχειρηματίας Β ήταν σίγουρος πως η επένδυση του θα είχε επιτυχία – δηλαδή πως η απόδοση της θα του επέτρεπε να επιστρέψει το δάνειο και να πληρώσει τους τόκους.
Τα χρήματα τώρα που του δάνεισε η τράπεζα, είχαν ως αντίκρισμα τους την εμπιστοσύνη –όχι την πίστη σε οποιαδήποτε «εγγενή» αξία του χρήματος που ασφαλώς δεν υπάρχει. Στην ουσία η τράπεζα, ο επιχειρηματίας και οι άνθρωποι που εργάζονταν στην εταιρία του, υπέθεταν πως θα παρήγαγαν ένα προϊόν ή μία υπηρεσία που θα αγόραζαν άλλοι με τα χρήματα τους – γεγονός που σημαίνει πως το παραγόμενο προϊόν έχει αξία, ενώ το χρήμα αντιπροσωπεύει απλά την αξίωση να αγορασθεί κάτι πολύτιμο.
Όμως, τα τελευταία 50 περίπου χρόνια, μετά την υιοθέτηση δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού και την απελευθέρωση (απορρύθμιση) των τραπεζών, οι χρηματοπιστωτικές αγορές κυριαρχούν όλο και περισσότερο στις αγορές των πραγματικών αγαθών – ενώ το «παλιό» νομισματικό σύστημα που είναι προσανατολισμένο στην πραγματική οικονομία, προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει εν ζωή τα παραδοσιακά μέσα νομισματικής πολιτικής.
Αυτά δηλαδή που είχαν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα – όπως το βασικό επιτόκιο των κεντρικών τραπεζών που καθιστά δυνατό τον έλεγχο των επιτοκίων των εμπορικών τραπεζών, καθώς επίσης την προσφορά και τη ζήτηση χρήματος, τουλάχιστον όσο η πραγματική οικονομία ήταν ενεργή στη δημιουργία αξίας.
Η σχέση τώρα μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και της χρηματοπιστωτικής αγοράς, δεν είναι καθόλου εύκολο να προσδιορισθεί – αν και φυσικά υπάρχουν σχέσεις μεταξύ των δύο, ενώ συχνά μπορούν να βρεθούν κάτω από την ίδια «σκέπη» μεγάλων εταιριών. Εν προκειμένω, η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών έχει ως στόχο της τη συμφιλίωση των συμφερόντων και των δύο – κάτι που όμως, υπό τις καινούργιες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Το γεγονός αυτό φαίνεται καθαρά από την κατάργηση στις 30 Ιουνίου του 2023 του LIBOR – του τυπικού επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιούσαν οι μεγάλες τράπεζες. Η κατάργηση αυτή οφείλεται στο ότι, έδινε τη δυνατότητα στις μεγάλες τράπεζες να χειραγωγούν τα επιτόκια των δανείων, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους – αν και θα ήταν αφελές να υποθέσουμε πως θα εμπόδιζε όσους επωφελούνται από τα επιτόκια, η ισχύς των οποίων είναι αδύνατον να εμποδισθεί.
Ο τρίτος κύκλος των χρημάτων
Γιατί είναι αδύνατον να εμποδισθεί; Απλούστατα, επειδή έχει προκύψει ένας ξεχωριστός τρίτος κύκλος χρήματος, ο οποίος αφορά τους τόκους – ενώ αυτός είναι που θα καταστρέψει τελικά το καπιταλιστικό σύστημα στη νεοφιλελεύθερη του εξέλιξη, με τα βουνά των χρεών που έχουν συσσωρευθεί και που δημιουργούν άλλα βουνά τόκων (ανάλυση).
Ειδικότερα, στους τόκους βιώνουμε την απόλυτη ανεξαρτησία του χρήματος – αφού τρέφονται από μόνοι τους, ενώ οι νόμοι της πραγματικής οικονομίας χάνουν την ισχύ τους απέναντι τους. Η αιτία είναι το ότι, μπορεί μεν κάθε οικονομική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της εργασίας, να συνδέεται με την κατανάλωση ενέργειας και υλικών πόρων, αλλά στην περίπτωση των χρημάτων δεν ισχύει κάτι τέτοιο – ενώ η εργασία που απαιτείται για την παροχή χρημάτων στο πλαίσιο του δανεισμού, θα μπορούσε να αποζημιωθεί με ένα τέλος, χωρίς να υπάρχει ανάγκη αυτοαυξανόμενων τόκων ή ανατοκισμού.
Ο τρόπος τώρα που λειτουργεί αυτός ο κύκλος των αυτοαναπαραγόμενων χρημάτων, περιγράφεται σε ένα πρόσφατο βιβλίο (Επανεξέταση του ρόλου και της έννοιας του χρήματος, υπό το πρίσμα της βιωσιμότητας – πηγή) – σημειώνοντας πως από τον τρίτο κύκλο των χρημάτων, αυτόν των επιτοκίων, επωφελούνται μόνο όλοι όσοι κερδίζουν καθαρούς τόκους. Ποιοι είναι αυτοί;
Απλούστατα, εκείνοι που ευρίσκονται απευθείας στην ιδιωτική πηγή δημιουργίας χρημάτων στις εμπορικές τράπεζες, τα μεγάλα μη τραπεζικά πιστωτικά ιδρύματα ή δανειστές χρημάτων, οι διαχειριστές υψηλής αξίας περιουσιακών στοιχείων, όπως η Blackrock, η Vanguard κλπ., καθώς επίσης οι πάρα πολύ πλούσιοι – όπως ο E. Musk, ο J. Bezos κοκ. Οι καθαροί κερδισμένοι τόκων ευρίσκονται στην κορυφή του κορυφαίου δεκατημορίου της πυραμίδας του πλούτου – όπου, εάν αφαιρέσουν όλους τους τόκους που υπάρχουν στα προϊόντα που αγοράζουν, εξακολουθούν να έχουν τεράστια καθαρά κέρδη από τόκους.
Οι τόκοι αυτοί προέρχονται από τις τεράστιες καταθέσεις τους, μέσω των οποίων εισπράττουν τόκους – οι οποίοι τόκοι με τη σειρά τους αυξάνουν τις καταθέσεις, με αποτέλεσμα να κερδίζουν ακόμη περισσότερους τόκους. Δηλαδή τα χρήματα τους παράγουν συνεχώς νέα χρήματα – χωρίς να καταναλώνονται ούτε ενέργεια, ούτε φυσικοί πόροι.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η συμβατική νομισματική πολιτική σε περιόδους πληθωρισμού έχει ως στόχο της να καθιστά τα χρήματα πιο ακριβά και δυσπρόσιτα – αυξάνοντας τα επιτόκια, προκειμένου να καταπολεμήσει την άνοδο των τιμών. Η «επιτυχία» όμως αυτή αφορά μόνο όσους δεν εισπράττουν καθαρούς τόκους – ενώ επιτυγχάνει ακριβώς το αντίθετο όσον αφορά τους καθαρούς κερδισμένους τόκων, επειδή οι καταθέσεις τους τροφοδοτούνται με ακόμη περισσότερους τόκους.
Έτσι οι κεντρικές τράπεζες στηρίζουν στην ουσία το «παιχνίδι» του ιδιωτικού κέρδους, προς όφελος των λίγων και εις βάρος των πολλών – παρέχοντας βοήθεια ακόμη και στις εμπορικές τράπεζες που, σε περιόδους ανόδου των βασικών επιτοκίων, κερδίζουν τεράστια ποσά από τους τόκους, καταθέτοντας χρήματα στην κεντρική με υψηλά επιτόκια (μόνο οι ελληνικές τράπεζες εισέπραξαν από το Σεπτέμβρη του 2022 έως το Δεκέμβρη του 2023 τόκους ύψους 1,226 δις € από την ΕΚΤ. Σε ποιόν ανήκει η ΕΚΤ και ποιος είναι υπεύθυνος για τις «ζημίες» της; Οι Πολίτες!).
Ο περιορισμός των συναλλαγών με μετρητά από τα κράτη και οι φορολογικές παροχές για τη διενέργεια ψηφιακών πληρωμών, είναι μία ακόμη βοήθεια στις τράπεζες – οι οποίες δυσκολεύουν επί πλέον την πρόσβαση των πελατών τους σε μετρητά, περιορίζουν τα ΑΤΜ, μειώνουν το δίκτυο των καταστημάτων και τις υπηρεσίες τους, έχοντας επί πλέον ωφέλεια από τη μείωση των εξόδων τους κοκ.
Εν τούτοις, πολύ σπάνια ασκείται δημόσια κριτική στις κεντρικές τράπεζες – ούτε καν για το ότι, αποφεύγουν την εποπτική τους ευθύνη έναντι των εμπορικών τραπεζών. Με την εξαφάνιση δε των μετρητών, οι άνθρωποι θα χάσουν την τελευταία ευκαιρία που έχουν για τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος (ανάλυση) – οπότε θα καταλήξουν έρμαιο των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Σε κάθε περίπτωση, με τον τρίτο κύκλο του χρήματος, με τον κύκλο των τόκων, η αυτονομία του χρήματος και η ισχύς του, σε σχέση με την πραγματικότητα, φτάνουν σταδιακά στο ζενίθ – με αποτέλεσμα η εργασία προστιθεμένης αξίας να καταλήξει σε δεύτερη μοίρα, μετά από τους τόκους. Η κινητήριά δύναμη πλέον του συστήματος είναι ο τόκος – το μέσον δηλαδή, με το οποίο μπορούν να αυξηθούν ακόμη περισσότερο τα ιδιωτικά χρήματα και ο ιδιωτικός πλούτος.