Πόσο σπάνιο έχει γίνει να κάθεσαι σε ένα τραπέζι και κανείς να μην κοιτάει το κινητό του!
Ακόμα και σε δείπνα με φίλους γκαρδιακούς είτε με ανθρώπους ευφυείς, περπατημένους, με τους οποίους χαίρεσαι να κουβεντιάζεις, η οθονίτσα αποτελεί μόνιμο περισπασμό. Όσοι διαθέτουν καλούς τρόπους κρατούν τη συσκευή στη τσέπη τους – τη βγάζουν εντούτοις διακριτικά κάθε εικοσάλεπτο, κάθε μισάωρο και ενημερώνονται για ό,τι συμβαίνει. Τι να συμβαίνει; Ποιός ο λόγος να πληροφορείσαι σε απευθείας σύνδεση για την πυρκαγιά στο Λος Άντζελες; – θα σπεύσεις μήπως να τη σβήσεις κατουρώντας; Από ποιόν περιμένεις μήνυμα ή ιμέιλ; – θα σε καλέσει ο μυστικός σου έρωτας επειγόντως στο κρεβάτι του; Ή θα σου στείλουν από του Μαξίμου, να σου προτείνουν την Προεδρία της Δημοκρατίας; Και όμως εσύ, όλοι μας είμαστε εθισμένοι στην ψηφιακή επαφή με τον έξω κόσμο. Εκτός και αν έχει η οικοδέσποινα πολύ μεγάλα κότσια και ευγενικά πλην αυστηρά απαγορεύσει στους καλεσμένους της να αλλοιθωρίζουν ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, “με το ένα μάτι στο γιαχνί και το άλλο στο πιλάφι” που έλεγε η γιαγιά μου.
Αυτό ακριβώς, τύχη αγαθή, συνέβη προχθές. Τα κινητά έμειναν στα παλτά μας, στις κρεμάστρες, κι εμείς απολαύσαμε τέσσερις ώρες με λαχταριστούς μεζέδες και γλυκόπιοτο κρασί και ανέκδοτα και πνευματώδη κουτσομπολιά και εκ βαθέων εξομολογήσεις. Όπως θα άρμοζε σε ένα αθηναϊκό συμπόσιο που έλκει την καταγωγή του από τα αρχαία χρόνια.
Κόντευαν μεσάνυχτα όταν περάσαμε στην πολιτική κουβέντα. Τότε ο απέναντι μου, εξέχων διπλωμάτης, με θητεία στις πιο σημαντικές πρεσβείες μας, πνευματώδης και γλεντζές –όχι κάνας ανηδονικός σοφολογιώτατος- πήρε τον λόγο. “Έχω όραμα για την Ελλάδα!” μας ανακοίνωσε. Και βροντόφωνος να μην ήταν, με τέτοια εισαγωγή όλα τα μάτια θα έπεφταν επάνω του.
“Ας δούμε τα εθνικά προτάγματα κατά τον τελευταίο μισό αιώνα.
Με την πτώση της Χούντας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλυσε μέσα πέντε χρόνια ζητήματα που κακοφόρμιζαν επί δεκαετίες. Το πολιτειακό, με το δημοψήφισμα του 1975 και την οριστική έξωση των βασιλιάδων. Το γλωσσικό, με την επιβολή της δημοτικής στην εκπαίδευση και τη διοίκηση. Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, ξεκίνησε την ουσιαστική επούλωση των τραυμάτων του Εμφυλίου. Το 1979 κατάφερε το απίστευτο: μάς έβαλε στην ΕΟΚ. Πριν μάλιστα από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Δεν είναι έτσι;
Αναλαμβάνοντας ο Ανδρέας Παπανδρέου, βρήκε μία χώρα βαθιά διχασμένη πολιτικά, κυρίως δε κοινωνικά. Πιθανόν το κέντρο της Αθήνας να θύμιζε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, πέντε χιλιόμετρα εντούτοις παραέξω και στο μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας επικρατούσαν τριτοκοσμικές σχεδόν συνθήκες. Από την έλλειψη κεντρικών αποχετεύσεων μέχρι το χωροφυλακίστικο ήθος. Άτσαλα ομολογουμένως, λαϊκίστικα, φαλκιδεύοντας εν μέρει το μέλλον, έβγαλε τους μισούς πολίτες από τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Τους έδωσε αυτοπεποίθηση και προοπτική. Για αυτό και οι Έλληνες επιμένουν να τον αγαπούν και να τον νοσταλγούν.
Ο Κώστας Σημίτης έπιασε τον εκσυγχρονιστικό μίτο που υφαινόταν πριν ακόμα από την Επανάσταση του 1821. Μπορεί να μην υπήρξε κοινωνικός αναμορφωτής, τα μεγάλα όμως έργα που ολοκλήρωσε τον τοποθετούν από αυτήν την άποψη πλάι στον Χαρίλαο Τρικούπη. Πίστεψε επίσης ότι εντασσόμενη η χώρα στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ήταν θωρακισμένη από μείζονες κρίσεις. Εκεί έσφαλε. Η χρεοκοπία του 2010 τον διέψευσε τραγικά. Εάν ωστόσο δεν ανήκαμε στην ευρωζώνη, κανείς μηχανισμός διάσωσης, έστω με τη μορφή των επαχθών μνημονίων, δεν θα είχε ενεργοποιηθεί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανήκει και εκείνος, με τον δικό του τρόπο, στους εκσυγχρονιστές ηγέτες. Αλλού επιτυγχάνει, αλλού αστοχεί. Η Ελλάδα πάντως επί των ημερών του διαθέτει μπούσουλα. Μπορεί κανείς να διαφωνεί εν μέρει ή ολοκληρωτικά με τις επιλογές του, πώς να του αρνηθεί όμως ότι ακολουθεί ένα σχέδιο; Ότι ξέρει προς τα πού κινείται;
Θα φτάσει ο ίδιος ή οι επίγονοι του; Εντελώς αμφίβολο.
Η τεχνολογική επανάσταση -ή λαίλαπα-, η γεωμετρική πρόοδος της τεχνητής νοημοσύνης βαθαίνει καθημερινά το ρήγμα ανάμεσα σε όσους μπορούν να ακολουθήσουν και σε όσους μένουν πίσω. “Όποιος βραδυπορεί, θα κυανίζεται…” έγραφε ο Άρης Αλεξάνδρου στο αριστουργηματικό του μυθιστόρημα, “Το Κιβώτιο”. Σήμερα και αύριο όποιος βραδυπορεί θα περιθωριοποιείται. Θα πέφτει στην απέξω, στα υποαπασχολούμενα ή άεργα τμήματα του πληθυσμού. Που προκειμένου να μην εξεγερθούν, θα βιοπορίζονται με επιδόματα, θα εξαρτώνται από το κατώτατο εγγυημένο εισόδημα. Πιθανότατα δε θα ριζοσπαστικοποιούνται προς την άκρα δεξιά. Θα ακολουθούν τους ψεκασμένους, συνωμοσιολόγους δημαγωγούς.
Και να’ταν μόνο αυτό!
Η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει στο προσεχές μέλλον δύο ασύμμετρους υπαρξιακούς κινδύνους. Αφενός την κλιματική αλλαγή. Αφετέρου το δημογραφικό.
Εάν τα καλοκαίρια το θερμόμετρο χτυπάει θερμοκρασίες Αραβίας, πώς θα αντέξει ο τουρισμός στον οποίον έχουμε τόσα στηρίξει; Τα εκλεκτά αγροτικά μας προϊόντα απειλούνται ήδη σφόδρα – οι αμπελοκαλλιεργητές της Σαντορίνης δηλώνουν εξαιρετικά ανήσυχοι…
Πιθανόν -θα μου πείτε- χάρη στη τεχνολογία να μπορέσουμε εν μέρει να αντιμετωπίσουμε τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Η σαιζόν επίσης να κοπεί στα δύο, από Μάρτιο μέχρι Ιούνιο και από Σεπτέμβριο μέχρι Δεκέμβριο. Αρκεί οι ξένοι επισκέπτες μας να προσαρμοστούν…
Μα και έτσι να είναι, οι επιστήμονες μελλοντολόγοι κρούουν εδώ και χρόνια κώδωνα στη διαπασών. Με την υπογεννητικότητα, η οποία σταθερά επιδεινώνεται, όσα προγράμματα και αν εφαρμόζουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, το 2050 ο πληθυσμός της χώρας μας θα έχει μειωθεί κατά 1,3 εκατομμύρια. Το 2070 θα αριθμούμε 7,8 εκατομμύρια και το 2100 στα 6,3. Η Τουρκία θα έχει αντιστοίχως 95,6 εκατομμύρια το 2050 και 87,5 εκατομμύρια το 2095. Να μη μιλήσουμε για την αφρικάνικη ήπειρο που αναμένεται να εκτιναχθεί από τα 1,5 δις σήμερα, στα 4 δις στο τέλος του 21ου αιώνα.
Ποιά αρχή σεβασμού των συνόρων; Ποιοί αμυντικοί εξοπλισμοί; Ακόμα και να μη δεχθούμε συνταγμένη επίθεση από τη γείτονα χώρα, τα μεταναστευτικά τσουνάμια θα απειλούν να καταποντίσουν μια πολιτεία με γηραλέο πληθυσμό και αποσαθρούμενη ως εκ τούτου οικονομία. Με μέση ηλικία τα 42 έτη σήμερα, σκεφθείτε πού θα βρισκόμαστε το 2100!
Θα μπορέσουμε να αυξήσουμε και να εμπλουτίσουμε τον πληθυσμό μας; Κερδίζοντας ένα λαχείο σαν εκείνο της δεκαετίας του 1990, όταν οι αθρόες αφίξεις από την Αλβανία αιμοδότησαν την οικονομία και την κοινωνία μας; Ορισμένοι προτείνουν να προσκαλέσουμε Χριστιανούς Ορθόδοξους από την Αίγυπτο και από την Αιθιοπία. Να τους ελληνοποιήσουμε, να τους κάνουμε μέτοχους της ημετέρας παιδείας… Είναι κάτι τέτοιο εφικτό; Μακάρι!
Η Ελλάδα πάντως, όπως την ξέρουμε, μοιάζει να έχει ζωή λίγων ακόμα δεκαετιών.
Εκτός… Εκτός κι αν γίνει μια χώρα “μεταξύ ουρανού και γης”.
Τι εννοώ; Η προστατευόμενη κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού. Ένα παγκόσμιο πολιτιστικό πάρκο με δύο άξονες: Την Ακρόπολη των Αθηνών και το Άγιο Όρος.
Ο τόπος που ο κάθε πολίτης του κόσμου θα νοιώθει υποχρεωμένος να επισκεφθεί μία τουλάχιστον φορά στη ζωή του.
Η ιδέα του Κωνσταντίνου Καραμανλή να διεκδικήσουμε τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων αποδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρη. Αν το κερδίζαμε, θα είχαμε κάνει ένα κρίσιμο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Εάν καταφέρναμε να ιδρυθούν εδώ παραρτήματα των σπουδαιότερων ξένων πανεπιστημίων -των θεωρητικών τουλάχιστον τμημάτων τους-, άλλο ένα. Όπως και αν ξεκινούσαμε φεστιβάλ κινηματογράφου, θεάτρου, χορού με διεθνή ακτινοβολία. Εάν αναδεικνυόμασταν στον ιδεώδη τόπο για κάθε λογής επιστημονικό συνέδριο…”
“Θα έλυναν τα συνέδρια και τα φεστιβάλ το πρόβλημά μας;” κάγχασε ένας ομοτράπεζός μας.
“Έχετε καταλάβει την τεράστια αξία του εθνικού μας μπραντ; Φαντάζεστε ότι εάν δεν είχαμε τον Παρθενώνα, την Επίδαυρο, τους Δελφούς, ο Σόιμπλε θα δυσκολευόταν το ίδιο να μας πετάξει το 2015 από την Ευρωζώνη; Όσο η Δύση θα απειλείται από την επέλαση της Κίνας, η σημασία των συμβόλων της θα εκτινάσσεται!”
“Προτείνεις δηλαδή να γίνουμε κάτι σαν Ελβετία της Μεσογείου;”
“Όχι με τράπεζες αλλά με ναούς του πνεύματος. Και του σώματος εννοείται”.
“Θυμίζει το Δελφικό Όραμα του Σικελιανού…”
“Καθένας έχει τις αναφορές του…”
“Πιστεύεις ειλικρινά ότι οι συμπολίτες μας θα εμπνέονταν από κάτι τέτοιο;”
“”Ελλάδα: τέλειο σκηνικό, άθλια παράσταση” είχε αποφθεγματίσει ο Γιάννης Τσαρούχης. Επιτρέψτε μου να είμαι πιο αισιόδοξος. Συμβαίνουν θαύματα σε αυτόν τον τόπο. Εδώ ο Χρήστος Μάστορας θριάμβεψε στον ρόλο του Καζαντζίδη!”
Χρήστος Χωμενίδης, Capital

