«Οι Κέπλερ και Γαλιλαίος προχώρησαν από την παρατήρηση μεμονωμένων γεγονότων στην διατύπωση ακριβών ποσοτικών νόμων, που με την βοήθειά τους μπορούσαν να προβλεφθούν μελλοντικά λεπτομερειακά γεγονότα.
- Αναστάτωσαν βαθιά τους συγχρόνους τους, εν μέρει γιατί τα συμπεράσματά τους έρχονταν σε συνταρακτική αντίθεση προς τις πεποιθήσεις της εποχής, αλλά και εν μέρει γιατί η τυφλή πίστη σε μία αυθεντία επέτρεπε στους σοφούς να περιορίζουν τις έρευνές τους στις βιβλιοθήκες και οι καθηγητές πολύ ταράχτηκαν στην ιδέα ότι θα ήταν αναγκαίο να παρατηρούν τον κόσμο για να μάθουν πως είναι.»
Η Αρχή της Επαληθευσιμότητας είναι ένα κριτήριο με το οποίο βλέπουμε αν το νόημα μιας επιστημονικής πρότασης ή κάποιας κρίσης είναι επαληθεύσιμο. Αυτή η αρχή έχει προκύψει από τους φιλόσοφους του κύκλου της Βιέννης.
Κατά την κλασική διατύπωση της αρχής της επαληθευσιμότητας, όπως την εξέφρασε ο Άγγλος φιλόσοφος Alfred Ayer (που εισήγαγε στον αγγλόφωνο κόσμο την Θεωρία του Λογικού Θετικισμού)
- «μια πρόταση θεωρείται ότι κυριολεκτικά έχει νόημα, εάν, και μόνον εάν, είναι αναλυτική ή είναι εμπειρικός επαληθεύσιμη».
Με την έκφραση «κυριολεκτικά έχει νόημα» ο Ayer εξήγησε ότι εννοεί «να μπορεί να δειχθεί ως αληθής ή ψευδής».
Θα πρέπει εδώ να γίνει σαφές ότι η αρχή της επαληθευσιμότητας, κατά τους εισηγητές της, αφορά μόνο σε γνωστικού περιεχομένου προτάσεις, δηλαδή σε προτάσεις που προβάλλονται ως αληθείς ή ως ψευδείς.
Γιατί, ασφαλώς, υπάρχουν και εκφράσεις με τις οποίες ο ομιλητής δεν υποστηρίζει κάτι που είναι αλήθεια ή ψέματα, αλλά π.χ. εκφράζει ένα συναίσθημα του ή διατυπώνει κάποια επιταγή, όπως στην περίπτωση, ας πούμε, που λέει «Τι υπέροχη βραδιά!», «Κλείσε την πόρτα». H αρχή της επαληθευσιμότητας δεν αναφέρεται σε αυτού του είδους τις προτάσεις, στις προτάσεις που δεν προβάλλονται από τους χειριστές των ως αληθείς ή ως ψευδείς.
Επειδή στόχος της επιστήμης είναι η κατοχύρωση της αλήθειας και η απεμπόληση του ψεύδους, έπεται ότι η αρχή της επαληθευσιμότητας, κατά τους εισηγητές της, στοχεύει στην διασφάλιση του κύρους των προτάσεων της επιστήμης. Κατά τους φιλοσόφους του κύκλου της Βιέννης, όλες οι επιστημονικές προτάσεις πέραν των λογικών και των μαθηματικών οφείλουν να είναι εμπειρικές προτάσεις, να είναι δυνατόν να αποδειχθεί η αλήθεια ή το ψεύδος τους μέσω της παρατήρησης, της εμπειρίας και των αισθήσεων.
O σκοπός των φιλοσόφων του κύκλου της Βιέννης ήταν, με την εισαγωγή της αρχής της επαληθευσιμότητας, να προστατεύσουν τις προτάσεις της επιστήμης από άλλες προτάσεις που προβάλλονται ως αληθείς ή ψευδείς χωρίς να πληρούν το κριτήριο της αναλυτικότητας ή της εμπειρικής διαπιστωσιμότητας. H πρόταση, π.χ., «Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο», που προβάλλεται από τους πιστούς του θεϊσμού ως αληθής, βάσει της αρχής της επαληθευσιμότητας στερείται νοήματος, επειδή ούτε ως αναλυτική μπορεί να θεωρηθεί – η άρνηση της, «Ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο», δεν είναι αντιφατική, όπως απαιτεί μία αναλυτική πρόταση – ούτε ως εμπειρικός επαληθεύσιμη μπορεί να υπολογισθεί, μια και ουδείς ποτέ παρατήρησε τον Θεό να δημιουργεί τον κόσμο.
Όλες οι προτάσεις που, χωρίς να είναι αναλυτικές ή εμπειρικός επαληθεύσιμες, προβάλλονται ως αληθείς συγκροτούν την κατηγορία των μεταφυσικών προτάσεων, οι οποίες στερούνται νοήματος. Αυτές τις μεταφυσικές προτάσεις θέλησαν οι εισηγητές της αρχής της επαληθευσιμότητας να απομακρύνουν από το πεδίο της επιστήμης.
Ωστόσο, μεταξύ των επιφυλάξεων που έχουν διατυπωθεί σε σχέση προς την ισχύ της αρχής της επαληθευσιμότητας, είναι το γεγονός ότι τόσο οι φυσικοί νόμοι, πάνω στους οποίους στηρίζονται οι επιστήμες, όσο και η ίδια η διατύπωση της αρχής της επαληθευσιμότητας δεν πληρούν το κριτήριο της αρχής της επαληθευσιμότητας.
Οι φυσικοί νόμοι αποτελούν αφενός μεν συμπυκνωμένες περιγραφές της εμπειρίας του παρελθόντος αφετέρου δε προβλέψεις του μέλλοντος. Έτσι, η πρόταση π.χ. ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί, από την μια πλευρά μεν περικλείει ό,τι ο κάθε άνθρωπος έχει παρατηρήσει έως τώρα – ότι, δηλαδή, κατά το παρελθόν ο ήλιος ανέτελλε κάθε πρωί -, από την άλλη δε πλευρά σημαίνει ότι και στο μέλλον ο ήλιος θα πρέπει να συνεχίσει να ανατέλλει κάθε πρωί. H πρόβλεψη αυτή, όμως – και, κατ’ επέκταση, ο νόμος ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί – έχει ισχύ υπό την προϋπόθεση ότι είναι αληθής η αρχή της ομοιομορφίας της φύσης, ότι το μέλλον της φύσης θα είναι το ίδιο με το παρελθόν της.
H διατύπωση της αρχής της επαληθευσιμότητας – σύμφωνα με την οποία «μία πρόταση θεωρείται ότι κυριολεκτικά έχει νόημα, εάν, και μόνον εάν, είναι αναλυτική ή είναι εμπειρικός επαληθεύσιμη» – δεν μπορεί να θεωρηθεί αναλυτική ή εμπειρικός επαληθεύσιμη και, ως εκ τούτου, βάσει του ίδιου του κριτηρίου της επαληθευσιμότητας που εισηγήθηκαν οι φιλόσοφοι του κύκλου της Βιέννης, στερείται νοήματος!
Ο Καντ έγραψε ότι για να είναι αληθής μία πρόταση πρέπει να είναι αναγκαστικής και παγκόσμιας ισχύος.
Αλλά τέτοιες προτάσεις είναι μόνον οι ταυτολογικές (a priori). Π. χ. κάτι σιδερένιο είναι από σίδερο. Οι εμπειρικές, που εισάγουν κάποιο πρόσθετο στοιχείο, μπορεί πάντα να είναι λανθασμένες. Όπως είπε ο Popper, η πρόταση: «Όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι» ισχύει μόνο εφόσον δεν έχει εμφανιστεί ένας μαύρος κύκνος. Κι επειδή η εμπειρία δεν τελειώνει ποτέ, όλες οι αλήθειες – και οι επιστημονικές – είναι προσωρινές.
Αρχή της διαψευσιμότητας
Έτσι στην επιστήμη δεν μιλάμε για επαλήθευση αλλά για επιβεβαίωση. Η δε επιστημονική πρόοδος δεν συντελείται με αποδείξεις, αλλά με διαψεύσεις. Είναι η αρχή της διαψευσιμότητας ή της ελέγξιμότητας που διατύπωσε o Karl Popper που ήταν η κυρίαρχη μορφή στην άσκηση κριτικής για το μοντέλο των επαγωγιστών – θετικιστών. Γι’ αυτόν επιστημονική είναι μόνο μία πρόταση που μπορεί να διαψευσθεί – δηλαδή που περιέχει τα κριτήρια για τον έλεγχό της. Ο στίχος από ένα ποίημα, ή μία θρησκευτική μυστική εμπειρία δεν είναι επιστημονικές προτάσεις και δεν υπόκεινται σε έλεγχο εγκυρότητας.
Την αρχή της διαψευσιμότητας για πρώτη φορά ο Καρλ Πόππερ την συζήτησε το 1919-20 και την ξαναδιατύπωσε την δεκαετία του ‘60. Σύμφωνα με αυτή, για να είναι χρήσιμη (ή έστω επιστημονική) μια επιστημονική θέση (θεωρία, “νόμος”, αρχή κ.λ.π.) πρέπει να είναι διαψεύσιμη, δηλαδή να μπορεί να ελεγχθεί και να αποδειχτεί λανθασμένη.
Ο Πόππερ περιέγραψε την διαψευσιμότητα το 1963 χρησιμοποιώντας μεταξύ των οποίων και τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
- Κάθε γνήσιος έλεγχος μιας θεωρίας είναι μια προσπάθεια να την διαψεύσουμε ή να την αντικρούσουμε. Οι θεωρίες που παίρνουν μεγαλύτερα “ρίσκα” είναι πιο επιδεκτικές στον έλεγχο, πιο πολύ εκτεθειμένες στην διάψευση.
- Τα τεκμήρια επιβεβαίωσης μιας θεωρίας είναι αξιόλογα μόνο όταν έχουν προκύψει από έναν γνήσιο έλεγχο της θεωρίας. “Γνήσιος” σε αυτή την περίπτωση σημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα μιας σοβαρής μα αποτυχημένης προσπάθειας να διαψευσθεί η θεωρία.
Αυτές οι παρατηρήσεις είναι μέρος των επιχειρημάτων του Πόππερ για την υπεράσπιση της άποψης ότι αυτό που κάνει μια θεωρία επιστημονική είναι η διαψευσιμότητα ή ελέγξιμότητά της.
Ο Αυστριακός φιλόσοφος Καρλ Πόπερ (1902 – 1994)
(Γερμανικά: Karl Raimund Popper)
Καταγόταν από εβραϊκή οικογένεια ευρείας μόρφωσης και κοινωνικής δραστηριότητας. Στην οικογένειά του υπήρχε μουσική παράδοση και ο ίδιος καλλιεργούσε την μουσική. Ενάντια στην απαισιοδοξία που ακολούθησε την κατάρρευση της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας και για να διαφοροποιήσει τον εαυτό του από τους αλαζονικούς διανοούμενους της εποχής, αποφάσισε ο Πόπερ να γίνει εργάτης και να μάθει χειρωνακτικό επάγγελμα. Έτσι, παράλληλα με τις σπουδές τού εκπαιδευτικού θετικών επιστημών, έγινε και μαραγκός. Στην συνέχεια δίδαξε σε Γυμνάσια της Βιέννης Μαθηματικά και Φυσική.
Ο Πόπερ έγραψε ότι την ζωή του χάραξαν τρεις εμπειρίες, οι οποίες τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κάποια οριστική και αμετάβλητη αλήθεια και ότι ο δογματισμός πρέπει να απορρίπτεται. Οι εμπειρίες αυτές ήταν: Ο θάνατος περίπου 20 νεαρών εργατών και ο βαρύς τραυματισμός άλλων 70 το 1919 κατά τις οδομαχίες στην Βιέννη για την απελευθέρωση εργατών που είχαν συλληφθεί σε διαδηλώσεις και ήταν κρατούμενοι σε ένα αστυνομικό τμήμα, η «Θεωρία της Σχετικότητας» του Αϊνστάιν και η συνάντησή του με τον Άλφρεντ Άντλερ.
Οι φιλοσοφικές και επιστημονικές ανησυχίες του Πόπερ και οι πνευματικές του ικανότητες δεν του επέτρεψαν να επαναπαυτεί στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού και τον οδήγησαν σε συμπληρωματικές σπουδές και μελέτες, με αποτέλεσμα να αναδειχθεί σ’ έναν από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της γνωσιολογίας και της κοινωνιολογίας του 20ού αιώνα, με έργο που καλύπτει τη φιλοσοφία των επιστημών, τη λογική, τη φιλοσοφία των μαθηματικών, της φυσικής και της βιολογίας, τη φιλοσοφία του νου, την πολιτική και την κοινωνική φιλοσοφία, τη φιλοσοφία της τέχνης, την ηθική φιλοσοφία και τη φιλοσοφία του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Την δεκαετία του 1930 ο Πόπερ ταξίδευσε στην Αγγλία, όπου συναντήθηκε με τους Schroedinger, Russell, Hayek και Gombrich, με τους οποίους είχε σημαντικές συζητήσεις για τη σύγχρονη φυσική της εποχής. Επισκέφτηκε, επίσης, την Κοπεγχάγη όπου γνώρισε τον Niels Bohr και εντυπωσιάστηκε από το επίπεδο ανάπτυξης της κβαντικής φυσικής στον κύκλο του, αν και ο ίδιος ο Πόπερ υποστήριζε μια διαφορετική εκδοχή αυτού του επιστημονικού τομέα.
Το έτος 1937 όμως ο Πόπερ κατέφυγε στο εξωτερικό, αρχικά στη Νέα Ζηλανδία, για να αποφύγει τις μεγάλες διώξεις των Εβραίων που ετοίμαζε το ναζιστικό κόμμα στην ενοποιημένη πλέον Γερμανία-Αυστρία. Από το 1946 μέχρι το θάνατό του ζούσε ο Πόπερ στην Αγγλία, όπου δίδασκε ως καθηγητής στο «London School of Economics and Political Sciences».
Η ανοικτή και κλειστή κοινωνία κατά τον Popper
Ο Πόπερ εισήγαγε και καθιέρωσε με το βιβλίο του «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1945 και επανεκδόθηκε συμπληρωμένο το 1952, τις έννοιες της ανοικτής και κλειστής κοινωνίας. Ως το αρχέτυπο της «κλειστής κοινωνίας», κατά τον Πόπερ, ορίζεται η κοινότητα του γένους ή της φυλής, στην οποία τα πάντα ρυθμίζονται από την θρησκεία, τις μαγικοθρησκευτικές απαγορεύσεις και όπου η εξουσία και η γενικότερη κοινωνική ζωή λειτουργεί με τέτοιους όρους, ώστε δεν υπάρχει η δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών από τα άτομα. Η κοινότητα-κοινωνία δηλαδή, λειτουργεί σχεδόν σαν βιολογικός οργανισμός, στον οποίο τα άτομα παίζουν το ρόλο των σωματικών μελών, όπου τα πάντα παραμένουν ομοιόμορφα, σταθερά και αναλλοίωτα και όπου δεν υπάρχει ούτε ατομική ελευθερία, ούτε δημιουργικότητα, ούτε δυνατότητα εξέλιξης προς ανώτερες κοινωνικές μορφές.
Δηλαδή, στο βιβλίο “Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της” ο κριτικός ορθολογισμός του Πόπερ επεκτείνεται όχι μόνο στα επιστημονικά μέχρι τότε πεδία, αλλά και στα κοινωνικά πράγματα. Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο Χανς Άλμπερτ
- «Η Ανοιχτή κοινωνία, σχετίζεται με την Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης, καθώς η κριτική διάθεση απέναντι στην επιστήμη επεκτείνεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Μια ανοιχτή κοινωνία είναι μια κοινωνία στην οποία είναι δυνατή η κριτική σε σχέση όχι μόνο με τους επιστημονικούς ισχυρισμούς αλλά και με τις πολιτικές προτάσεις. (…) Η ίδια η επιστήμη αντιπροσωπεύει ένα μοντέλο ανοιχτής κοινωνίας. Η θεωρία της επιστήμης βρίσκεται αναμφίβολα στο βάθος της ανοιχτής κοινωνίας» (συνέντευξη στο περιοδικό «Reset»).
Ο μεγαλύτερος εχθρός μιας ανοιχτής κοινωνίας είναι οι μεταφυσικές προτάσεις, εκείνες που δεν μπορούν να κριθούν από την πραγματικότητα. Αν αυτές, μάλιστα, γίνουν πλειοψηφικές τότε οδηγούμαστε στον ολοκληρωτισμό. Δεν υπάρχει επιχείρημα ανατροπής τους. Και ο δρόμος προς την δουλεία έχει πάρει ιστορικά πολλές μορφές, αλλά πάντα είχε ένα αποτέλεσμα.
Η κλειστή κοινωνία – Σπάρτη, απολυταρχικά σοβιετικού τύπου καθεστώτα, Πλάτων, Hegel
Η «κλειστή» αυτή κοινωνία είναι από την φύση της συντηρητική-αντιδραστική και η άσκηση της εξουσίας σε αυτήν είναι προσανατολισμένη ακριβώς στην κατάπνιξη οποιασδήποτε διάθεσης για αλλαγή. Η «κλειστή κοινωνία» ανατράπηκε δύο φορές στην ιστορία: στην ελληνική κλασική Αρχαιότητα, στην πόλη-κράτος της Αθήνας του 5ου αιώνα π.κ.ε. και στους νεότερους χρόνους, μετά την Αναγέννηση, με την ανάπτυξη των ελεύθερων κοινωνικών σχέσεων, του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας. Και στις δύο ιστορικές περιπτώσεις, σημαντικό ρόλο για την εμφάνιση της νέας «ανοιχτής κοινωνίας» έπαιξε η ανάπτυξη του εμπορίου και της επικοινωνίας ανάμεσα στους λαούς, των τεχνικών εφευρέσεων και της επιστήμης, της κοσμικής (=μη θρησκευτικής) σκέψης και της πολιτικής.
Εξ αντιδιαστολής, ως «ανοιχτή» νοείται η κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας τα άτομα δικαιούνται και συχνά είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν προσωπικές αποφάσεις για όλα τα ζητήματα. Η εμφάνιση της «ανοιχτής κοινωνίας», κατά τον Πόπερ, αποτελεί μια τεράστια επανάσταση στον τρόπο δόμησης της κοινωνικής ζωής και δραστηριότητας, η οποία βέβαια συναντά την αντίδραση των «κλειστών κοινωνιών» που προϋπάρχουν και στηρίζονται από δύο κατηγορίες ανθρώπων, ανασφαλείς και ιδιοτελείς.
Έτσι η εμφάνιση της ανοιχτής κοινωνίας της κλασικής αρχαίας Αθήνας προκάλεσε την αντίδραση των κλειστών (ολιγαρχικών) κοινωνιών της ελληνικής Αρχαιότητας, επικεφαλής των οποίων τέθηκε η Σπάρτη. Σύμφωνα με τον Πόπερ η πολιτική της Σπάρτης βασιζόταν στις ακόλουθες αρχές, οι οποίες χαρακτηρίζουν και όλες τις κλειστές κοινωνίες:
*Υπεράσπιση της εσωτερικής οργάνωσης της κοινωνίας και αποφυγή κάθε είδους εξωτερικών επιδράσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην χαλάρωση των αυστηρών μαγικοθρησκευτικών κοινοτικών ταμπού, με βάση τα οποία ήταν δομημένη.
*Αντιανθρωπισμός (αντιουμανισμός), δηλαδή προστασία/διαφύλαξη της κοινότητας από κάθε είδους εξισωτικές, δημοκρατικές και άλλες ιδεολογίες ατομικής προόδου.
*Αυτάρκεια του κράτους, δηλαδή ανεξαρτησία από το εμπόριο και τις ανταλλαγές.
*Αντιοικουμενισμός, δηλαδή διατήρηση της διαφοράς μεταξύ της «δικής μας» φυλής και όλων των υπολοίπων, καθώς και αποφυγή της επιμιξίας με τις υποταγμένες (κατώτερες) φυλές.
*Κυριαρχία και υποδούλωση γειτονικών κοινοτήτων, κρατών και λαών.
*Αποφυγή υπερβολικής επέκτασης του κράτους, ώστε να μη χάνει τον ενιαίο χαρακτήρα του.
Ο Πόπερ συμπληρώνει ότι οι προαναφερόμενες έξι αρχές, στις οποίες βασιζόταν η πολιτική της αρχαίας Σπάρτης είναι και οι αρχές της πολιτικής των σύγχρονων «κλειστών» κοινωνιών του 20ού αιώνα, έχοντας υπόψη του κυρίως τις λεγόμενες, μέχρι τα τέλη της δεκαετία του 1980, «σοσιαλιστικές κοινωνίες», του τέως σοβιετικού πολιτικού μπλοκ. Σήμερα γνωρίζουμε ότι, όποτε τα μετα-σπαρτιατικά κράτη, κυρίως οι αυτοκρατορίες (μακεδονική, ρωμαϊκή, βυζαντινή, οθωμανική κλπ.) παρέβησαν αυτούς τους κανόνες σε σημαντικό βαθμό, υπέστησαν διαλυτικές επιρροές.
Αλλά και στην σημερινή εποχή, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η σοβιετική «κλειστή κοινωνία» απέτυχε τελικά, επειδή έγινε επεκτατική. Το σοβιετικό καθεστώς «επιθυμούσε» ή «αισθανόταν υποχρεωμένο» να επεκταθεί, αναιρώντας τις δυτικές «ανοιχτές κοινωνίες» που συνιστούσαν απειλή γι’ αυτό. Αυτή η αναγκαιότητα για επέκταση προέκυπτε, γιατί οι τεχνολογικές εξελίξεις δεν επέτρεπαν πλέον την τήρηση των όρων για «αποφυγή εξωτερικών επιδράσεων» και για «αυτάρκεια του κράτους».
Ο Πόπερ τοποθετεί τους Πλάτωνα κι Αριστοτέλη, Hegel και Marx, ως διανοούμενους που προώθησαν ολοκληρωτικά πολιτικά συστήματα, τις «κλειστές κοινωνίες» που προαναφέρθηκαν. Οι κοινωνίες, γράφει ο Πόπερ, αναφερόμενος σε όλους τους «σχεδιαστές» κοινωνικών μοντέλων, δεν καταστρώνονται στο γραφείο, αλλά δημιουργούνται στην πράξη. Εξελίσσονται δε, αν δεν τους επιβληθεί δια της βίας κάποιο μοντέλο, μέσα από διαρκείς, πλουραλιστικές διεργασίες, με βελτιώσεις και διορθώσεις σφαλμάτων.
Ειδικότερα για τον Πλάτωνα, γράφει ο Πόπερ, ότι με τα ύστερα έργα του, «Πολιτεία» και «Νόμοι», επεξεργάζεται και προπαγανδίζει το θεμελιώδες μοντέλο του ολοκληρωτικού κράτους. Ο Πλάτων διαδίδει επίσης την «θεωρία της παρακμής», η οποία υιοθετήθηκε κατά καιρούς και μέχρι των ημερών μας από όλα τα αυταρχικά καθεστώτα, με αναφορές στον διάσημο εμπνευστή της. Σύμφωνα με αυτή την θεωρία, αρχικά λειτουργούσε μια καλή και αποδοτική κοινωνία των πρωτογόνων ανθρώπων με σταθερά ήθη και έθιμα, αλλά στην πορεία προέκυψε άνοιγμα προς νέα ήθη, μια φιλελευθεροποίηση και απελευθέρωση, η οποία οδήγησε στην παρακμή ή ό,τι αντιλαμβάνεται ο Πλάτων ως «παρακμή»!
Η απόρριψη της Αττικής Δημοκρατίας από τον Πλάτωνα, αλλά αργότερα κι από τον Αριστοτέλη, και η προτίμησή του σε ένα αυταρχικό καθεστώς που θα στηρίζεται σε «βασιλιάδες-φιλοσόφους», αναδεικνύουν τον εμπνευστή αυτών των ιδεών ως τον πρώτο συνειδητό υποστηρικτή και προπαγανδιστή δικτατορικών καθεστώτων. Έτσι, προδίδει ο Πλάτων και τον δάσκαλό του Σωκράτη, ο οποίος δεν θα γινόταν αποδεκτός στην πλατωνική «ιδανική πολιτεία».
Για τον Hegel έχει ο Πόπερ μόνο χλευαστικά σχόλια και τον αποκαλεί πρωτίστως «απατεώνα» και κατά δεύτερο λόγο «απολογητή της κρατικής εξουσίας». Η κατηγορία της απάτης κατά του Hegel, στοιχειοθετείται κατά τον Πόπερ με τις «διαλεκτικές μεθόδους» της εγελιανής φιλοσοφίας. Αυτές οι μέθοδοι έχουν διατυπωθεί, στον βαθμό που μπορούν να γίνουν κατανοητές, με σκοπό να αναιρέσουν τους κανόνες της λογικής και να αγιογραφήσουν την αυταρχική Πρωσία ως υλοποίηση της ελευθερίας. Ο Hegel ήταν, κατά την αντίληψη του Πόπερ, ένας επίσημος «κρατικός φιλόσοφος», ο οποίος επέλεγε να γράφει ορισμένα θέματά του επί τούτου ακατανόητα, ώστε να μην είναι δυνατή η άσκηση κριτικής από άλλους διανοούμενους.
Αυτές οι τεχνικές της επιτηδευμένης συγγραφής ώστε να προκύπτουν κατά το δυνατόν δυσνόητα κείμενα, μια διαδεδομένη τεχνική σε κύκλους των φιλοσοφικών και φιλολογικών επιστημών, φαίνεται να εκνεύριζε τον Πόπερ.
Δημοσίευσε μάλιστα και μια «συνταγή», πώς να κολακέψει ένας συγγραφέας τους αναγνώστες του: «Γράφεις δυσνόητες, στομφώδεις εκφράσεις και σταδιακά προσθέτεις τετριμμένες, καθημερινές κουβέντες. Έτσι χαίρεται ο ανίδεος αναγνώστης που βρίσκει σε υψηλά κείμενα ιδέες, τις οποίες σκέφτηκε και ο ίδιος…».
Στην δεκαετία του 1960 «μετέφρασε» ο Πόπερ κείμενα των γνωστών κοινωνιολόγων της εποχής Adorno και Habermas σε κατανοητά γερμανικά. Όπως έγραψαν σε κόσμιο ύφος σχολιαστές εκείνης της εποχής, τα κείμενα αυτά αποδείχθηκε ότι είχαν «μειωμένο πληροφοριακό περιεχόμενο» δηλαδή, σε απλή γλώσσα, δεν «έλεγαν» περίπου τίποτα.
Αν και για τον Μαρξ έχει ο Πόπερ πιο ήπια σχόλια και τον αναγνωρίζει ως σημαντικό οικονομολόγο και κοινωνιολόγο του 19ου αιώνα, τον κατακρίνει για την υιοθέτηση των εγελιανών διαλεκτικών και ιστορικιστικών μεθόδων, οι οποίες οδηγούν σε ένα κατασκεύασμα «κλειστής κοινωνίας». Θεωρεί ότι η μαρξιστική θεωρία για τον καπιταλισμό αποδείχθηκε λανθασμένη, σημειώνει όμως την οξυδέρκεια του Μαρξ να έχει προβλέψει και μη επαναστατικές διαδρομές για την επίτευξη του κομμουνιστικού οράματος. Επίσης, αναγνωρίζει στον Μαρξ ότι ασχολήθηκε με τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της εποχής του, όχι ως απόμακρος διανοούμενος, αλλά με προσωπική συμπάθεια για την διαβίωση των εξαθλιωμένων ανθρώπων της εργασίας.
Η καθοριστική επίδραση του Καντ
Η ιδέα της κριτικής διατρέχει το σύνολο του φιλοσοφικού έργου του Καρλ Πόπερ. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στην επιρροή του Καντ η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της σκέψης του Πόπερ. To γεγονός ότι ο Καντ συνδέει την ανάγκη για ελευθερία με την αναγκαιότητα κριτικής του ίδιου του Λόγου σχετίζεται με την αρχή του Διαφωτισμού, όπως ο Γερμανός φιλόσοφος την εξαγγέλλει στο δοκίμιο του «Απάντηση στο ερώτημα -Τι είναι ο Διαφωτισμός». Στο κείμενο αυτό ο Καντ αναπτύσσει τις αρχές της αυτονομίας του ατόμου και της δημοσιότητας (Öffentlichkeit) που είναι βασικές στην σκέψη τόσο την δική του όσο και του Πόπερ και συνδέονται άμεσα με το Διαφωτισμό, ο οποίος αναγγέλλει την ανάγκη χειραφέτησης του ανθρώπου. Κατά τον Καντ –και όσους άλλους όπως ο Πόπερ ακολουθούν το «πρόγραμμα» του Διαφωτισμού– ο άνθρωπος μπορεί να καθοδηγηθεί από τον Λόγο, αποδεχόμενος ελεύθερα τις αρχές του που δεν επιβάλλονται πια από μια υποτιθέμενα ανώτερη εξουσία. Το άτομο θεωρείται ότι κατέχει την δυνατότητα ορθολογικής κριτικής, που προϋποθέτει ότι του πνεύμα του είναι αυτενεργό και ότι δεν δέχεται παθητικά κάποιο δόγμα ή οποιοδήποτε πρόσταγμα του δίδεται άνωθεν.
Τόσο στον Καντ όσο και στον Πόπερ, 9και στον Ηράκλειτο) κυριαρχεί ο Λόγος, όχι ως δύναμη που επιβάλλεται εκ των άνω, αλλά λόγω της δυνατότητας να υποβάλει τα πάντα σε κριτική, ακόμα και τον εαυτό του. Υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να υπάρξει και ανοιχτή κοινωνία, που είναι η δυνατότητα αυτοθέσπισης της τελευταίας. Ο άνθρωπος γίνεται νομοθέτης του εαυτού του, όπως λέει ο Καντ, και οι αρχές του δεν επιβάλλονται ούτε νομιμοποιούνται με την χρήση βίας, αλλά στο δικαστήριο του Λόγου.
Και ο Πόπερ συντάσσεται με το «πρόγραμμα» του Καντ που είναι συνυφασμένο με την ανάγκη δημιουργίας και διατήρησης κατάλληλων θεσμών που επιτρέπουν και προωθούν την κριτική μέσω της δημόσιας συζήτησης. Και η δυνατότητα δημόσιας συζήτησης απαιτεί την θέσπιση κανόνων διεξαγωγής της και την αναγνώριση αρχών που την διέπουν. Η ελεγξιμότητα των πολιτικών αποφάσεων και των επιστημονικών θεωριών προϋποθέτουν την κριτική συζήτηση και τον δημόσιο χαρακτήρα της γνώσης και των πολιτικών αποφάσεων.
Οι προϋποθέσεις αυτές της ανοιχτής κοινωνίας συνυφαίνονται τόσο με την επιστημολογία όσο και με την ηθική και πολιτική φιλοσοφία του Καρλ Πόπερ.
Σε τι συνίσταται, όμως, η κριτική ως γενική αρχή;
Ο Καντ την ορίζει ως προσπάθεια ανακάλυψης των ορίων του Λόγου, αποδίδοντας στον τελευταίο όχι συγκροτησιακό αλλά ρυθμιστικό ρόλο που συνυφαίνεται με την δυνατότητα που έχει να υποβληθεί σε ορθολογική κριτική. Από την στιγμή που ο Λόγος παίρνει τις αποστάσεις του από τον δογματισμό, ολοκληρώνει την πιο δύσκολη αποστολή του που είναι η αυτογνωσία του. Με άλλα λόγια, ο Καντ κληροδοτεί στον Πόπερ ένα φιλοσοφικό και πολιτικό ήθος που σχετίζεται άμεσα με την σημασία που έχει το κριτικό πνεύμα στο έργο των δύο φιλοσόφων.
Η κριτική μπορεί και πρέπει να αντικαταστήσει την βία ως τρόπος εφαρμογής λύσεων στα προβλήματα του ανθρώπου.
Αυτό είναι το μήνυμα του Καντ όσον αφορά την σχέση του Λόγου και της κριτικής με τις ανθρώπινες επιλογές σε συνθήκες κάτω από τις οποίες αναγνωρίζεται η χειραφέτηση του ανθρώπου ως φορέα Λόγου που έχει επίγνωση αυτής του της ιδιότητας και των συνεπειών της. Αυτό δεν διέφυγε από την προσοχή του Πόπερ ο οποίος τονίζει την ανάγκη αντικατάστασης του εξαλειπτικού ρόλου της βίας με τον εξαλειπτικό ρόλο της ορθολογικής κριτικής. Το τελευταίο τονίζει και συμπυκνώνει όλο το νόημα της «Ανοιχτής κοινωνίας» (1945).
Ο ρόλος της κριτικής: επιστήμη και κοινωνία
To έργο αυτό καθιέρωσε τον Πόπερ ως σημαντικό στοχαστή κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων, πολύ πριν αναγνωριστεί η αξία της καθαρά επιστημολογικής του συμβολής. Το σημαντικό είναι ότι κεντρικό ρόλο παίζει η ιδέα της κριτικής, τόσο στην επιστημολογία όσο και στην πολιτική και κοινωνική σκέψη του Καρλ Πόπερ. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ακόμα και η «Ανοιχτή κοινωνία», έργο κατ’ εξοχήν πολεμικό κατά της σκέψης που συνδέθηκε κατά τον συγγραφέα της με την έλευση του ολοκληρωτισμού, περιέχει πολλά γνωσιοθεωρητικά στοιχεία.
Ασφαλώς, αναγνωρίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της γνώσης και της επιστήμης: όχι με την έννοια ότι οι κοινωνικές ανάγκες καθορίζουν το περιεχόμενο της γνώσης ή ότι η κοινωνία ορίζει τι είναι γνώση, ή οποιαδήποτε από τις αιτιάσεις της «κοινωνιολογίας της γνώσης», αλλά το αντίθετο: η επιστήμη, όπως γράφει ο Ian Jarvie είναι κοινωνική δραστηριότητα με την έννοια των διϋποκειμενικών ελέγχων στους οποίους οι επιστήμονες υποβάλλουν την έρευνά τους και το θεσμικό χαρακτήρα της γενικότερα.
Ο Πόπερ αντιλαμβάνεται την κοινωνική φύση της επιστήμης σε σχέση με τον θεσμικό χαρακτήρα των κριτηρίων κριτικής και διάψευσης. Η επιστήμη είναι μια δημιουργική διαδικασία η οποία προϋποθέτει τον διϋποκειμενικό έλεγχο –κριτική– με αντικειμενικά κριτήρια, παραδεδεγμένες δηλαδή αρχές που σχετίζονται αποκλειστικά με την πρόοδο και την εγκυρότητα της γνώσης, απεμπλεγμένα από το συμφέρον ή το συναίσθημα.
Ο θεσμικός χαρακτήρας των κριτηρίων της κριτικής συνίσταται στο γεγονός ότι αυτά εκτός από αντικειμενικά (απρόσωπα) είναι και αυτόνομα ρυθμιστικά. Γίνονται δηλαδή αποδεκτά χωρίς να υπάρχει αναγκαστικά κεντρική απόφαση που να επιβάλλει την μονιμοποίηση τους. Η προσπάθεια διάψευσης μιας θεωρίας είναι επομένως μια κοινωνική δραστηριότητα που πραγματοποιείται μέσ από τον τιθασευμένο ανταγωνισμό –την κατά τον Πόπερ «φιλική-εχθρική συνεργασία»– των μελών της επιστημονικής κοινότητας.
Αυτό που ορθά τονίζει ο Jarvie είναι ότι οι κανόνες της επιστημονικής έρευνας που προκύπτουν από την εφαρμογή ορθολογικών κριτηρίων επιστημονικής εγκυρότητας είναι στην σκέψη του Πόπερ κατά βάσιν κοινωνικοί, για έναν απλό λόγο: ότι προϋποθέτουν την αρχή της διαψευσιμότητας, έναν «υπερκανόνα» που λειτουργεί ως «μετακανόνας» και που υποβάλλεται από τον Πόπερ ως πρόταση στην αρχική του επιστημολογική μελέτη (Logic of Scientific Discovery)
Την πρόταση – τη «σύμβαση» – αυτή την δέχεται κανείς ή δεν την δέχεται και είναι θέμα κοινωνικό, αν γίνεται αποδεκτή, διότι ενώ η διαψευσιμότητα είναι ιδιότητα μιας θεωρίας, η διάψευση είναι απόφαση που θα πάρουν τα μέλη μιας κοινότητας εφαρμόζοντας ορισμένα κριτήρια. Αυτό σημαίνει ότι η κοινότητα των επιστημόνων θα εφαρμόσει την αρχή της διαψευσιμότητας επειδή διέπεται από ορισμένες αρχές που την καθιστούν ανοιχτή κοινωνία. Αυτό συμβαίνει από τη στιγμή που η επιστημονική κοινότητα δεν αντιμετωπίζεται ως συλλογική οντότητα, αλλά ως ένα θεσμικό δίκτυο διαδράσεων εντός του οποίου λειτουργούν διϋποκειμενικοί έλεγχοι με αποδεγμένους κανόνες και ορθολογικά κριτήρια αξιολόγησης.
Η ανάπτυξη της γνώσης και η θεωρία των τριών κόσμων
Κύριο μέλημα του Πόπερ όσον αφορά στην επιστήμη είναι η ανάπτυξή της. Έχει σημασία ο τίτλος του μείζονος επιστημολογικού του έργου, όπως ο ίδιος τον έδωσε στην αναθεωρημένη και συμπληρωμένη από τον ίδιο μετάφραση του πρωτότυπου έργου του 1934, και που είναι η λογική της επιστημονικής ανακάλυψης. Δεν είναι ένας «οδηγός» για να ανακαλύπτει κανείς νέες επιστημονικές θεωρίες, αλλά μια αναζήτηση της εσωτερικής λογικής μιας συνεχούς διαδικασίας διαδοχικών ανακαλύψεων που συνιστούν την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης.
Δεν είναι μια ανασκόπηση της ιστορίας της επιστήμης ή μια διερεύνηση του συνήθους τρόπου με τον οποίο πραγματοποιούν οι επιστήμονες την έρευνά τους. Σ’ αυτό είναι εντελώς διαφορετική η προοπτική του Πόπερ από εκείνου του Τόμας Κουν, ο οποίος του ασκεί κριτική. Ο Πόπερ αναφέρεται στις αρχές που διέπουν την επιστημονική έρευνα αποκαλύπτοντας την δυναμική της. Δεν περιγράφει μια πρακτική των επιστημόνων ή της «επιστημονικής κοινότητας», όπως κάνει ο Κουν στο έργο του για τις επιστημονικές επαναστάσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο νομπελίστες επιστήμονες, όπως ο Τζον Εκλς, ο Πίτερ Μένταουαρ, ο Χέρμαν Μπόντι, ο Κόνραντ Λόρεντς, ο Ζακ Μονόντ ο Φρίντριχ Χάγιεκ και άλλοι μελέτησαν και σχολίασαν θετικά το έργο του Πόπερ.
Ο Πόπερ θα εντάξει την επιστημονική του μεθοδολογία σε ένα ευρύτερο μεταφυσικό σχήμα που συνδέεται με την εξελικτική επιστημολογία και την θεωρία των «τριών κόσμων». Σύμφωνα με τον Καρλ Πόπερ ο επιστήμονας όπως και ένας έμβιος οργανισμός καλείται να λύσει κάποιο πρόβλημα. Ως επιλύτης προβλημάτων, κάθε έμβιος οργανισμός κατέχει γνώση. Μπορεί να μαθαίνει από τα λάθη του, από τις ματαιωμένες προσδοκίες του δημιουργώντας νέες «θεωρίες». Μπορεί, όμως, και να μην μάθει και να πεθάνει με το λάθος του. Η αναίρεση του λάθους παίρνει την μορφή εξάλειψης του ίδιου του φορέα δράσης, του ίδιου του γνωστικού υποκειμένου. Το περιβάλλον αναιρεί την αφετηριακή «υπόθεση» εξαλείφοντας τον φορέα.
Ο άνθρωπος, όμως, μπορεί να αυτονομεί τις υποθέσεις του με την χρήση της γλώσσας, του Λόγου. Διατυπώνει μια θεωρία ή μια πρόθεση γλωσσικά και την συζητάει, με σκοπό να κάνει μια ορθολογική επιλογή της καταλληλότερης λύσης στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Είναι σαν να λέει «Ας πεθάνει μια θεωρία στην θέση μου». Η κριτική έρχεται να αντικαταστήσει την εξάλειψη δια της καταστροφής.
Αυτή η θεωρία του Πόπερ συνδέεται με την ύστερη επιστημολογία του Καρλ Πόπερ που συνίσταται στην θεωρία των «τριών κόσμων» και την εξελικτική επιστημολογία.
Οι «τρεις κόσμοι» του Πόπερ είναι (1) ο κόσμος των υλικών αντικειμένων (2) ο κόσμος υποκειμενικών σκέψεων και συναισθημάτων (3), ο κόσμος των αντικειμενικών οντοτήτων.
Ο κόσμος αυτός υφίσταται ανεξάρτητα από τους υποκειμενικούς φορείς που τον δημιούργησαν και από εκείνους που τον αντιλαμβάνονται. Η «αντικειμενική γνώση» που ανήκει σε αυτόν καταγράφεται ανεξάρτητα ως αποσυνδεδεμένο από το γνωστικό υποκείμενο. Ας σημειωθεί, όμως, ότι ο «κόσμος 3» των αντικειμενικών γνώσεων, όσο και αν αποτελεί αφαίρεση, είναι ανθρώπινο δημιούργημα και προϊόν της αέναης προσπάθειας του ανθρώπου να λύσει τα προβλήματα του.
Είναι προβλήματα επιβίωσης, προσαρμογής στο περιβάλλον. Ως τέτοια εντάσσονται σε ένα βιολογικό πλαίσιο. Εδώ είναι που η ύστερη επιστημολογία του Καρλ Πόπερ συνδέεται με την βιολογία και την θεωρία της εξέλιξης. Όλοι οι έμβιοι οργανισμοί είναι υποχρεωμένοι να λύσουν προβλήματα για να επιβιώσουν, όπως ο επιστήμονας αποκτά γνώση λύνοντας τα εκάστοτε προβλήματα που προκύπτουν αντικειμενικά δηλαδή από την ίδια την πορεία της έρευνας και την κριτική αποτίμηση των εκάστοτε ανακαλύψεών της στο πλαίσιο της επιστημονικής κοινότητας.
Η σύγκριση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα εκλεκτικής συγγένειας μεταξύ προσαρμογής των ειδών στο περιβάλλον τους και επιστημονικής εργασίας. Έχει βαθύτερο χαρακτήρα. Οι έμβιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν «θεωρίες» δηλαδή δοκιμαστικές λύσεις στο πρόβλημα προσαρμογής τους, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως εικόνες που σχηματίζει ο οργανισμός για το περιβάλλον του, για τον κόσμο του. Οι επιστημονικές θεωρίες διαφέρουν κατά το γεγονός ότι δεν είναι γενετικά προκατασκευασμένες και δεν σχηματίζονται φυλογενετικά αλλά συνειδητά.
Αν δεχθούμε τον παραδοσιακό ορισμό της γνώσης ως δικαιολογημένης ή θεμελιωμένης πίστης, είναι σαφές αφορά το υποκείμενο: δεν υφίσταται χωρίς το τελευταίο. Επειδή πρέπει να είναι «θεμελιωμένη», θα πρέπει να ανάγεται σε θεωρητικές προτάσεις που να είναι έγκυρες.
Ο «κόσμος 3» ,όμως, της αντικειμενικής γνώσης, περιλαμβάνει κάθε μορφή πληροφόρησης, που είναι απρόσωπη, αποθηκευμένη, καταγραμμένη σε πίνακες, βιβλία, υπολογιστές, έργα τέχνης κλπ. Δεν προϋποθέτει γνωστικά υποκείμενα. Ακριβέστερα, υπάρχει ανεξάρτητα από τα γνωστικά υποκείμενα. Συνεχίζει να υπάρχει και όταν δεν υπάρχουν τα γνωστικά υποκείμενα. Το status τους είναι αντικειμενικό. Επιπλέον, είναι κατασκευασμένος από τον άνθρωπο στην προσπάθεια προσαρμογής του στο περιβάλλον του.
Ανάλογη προσπάθεια καταβάλλουν όλοι οι έμβιοι οργανισμοί. Με αυτόν τον τρόπο σχηματίζουν «γνώση» δηλαδή αποκτούν πληροφόρηση μέσα από σήματα στα οποία έχει μάθει ο γενετικός τους κώδικας να αντιδρά φυλογενετικά – δηλαδή από γενιά σε γενιά δια της εξελίξεως.
Τα ανώτερα βιολογικά είδη – αυτά που συνήθως αποκαλούμε «ευφυή ζώα», όπως τα τετράποδα, ορισμένα πτηνά και τα ανθρωποειδή – μαθαίνουν και οντογενετικά, δηλαδή το καθένα στην διάρκεια της ζωής του.
Αυτό που έχει κατορθώσει ο άνθρωπος είναι να αυτονομήσει την γνώση του και να την αποσυνδέσει όχι μόνον από το γενετικό του κώδικα, αλλά από διαφορετικά περιβάλλοντα, διαφορετικές καταστάσεις.
Μπορούμε να πούμε ότι ο «κόσμος 3» είναι το σύνολο του πολιτισμού μας και η επέκταση του «κόσμου 3» ισοδυναμεί με την πολιτιστική πρόοδο. Αλλά και ο πολιτισμός έχει βιολογική βάση: αποτελεί την ανθρώπινη απάντηση στην πρόκληση του περιβάλλοντος. Όσο πιο πολιτισμένη είναι μια κοινωνία, τόσο καλύτερη, τόσο πιο δυνατή για το καθένα από τα μέλη της, η ζωή, δηλαδή η προσαρμογή σε περιβάλλον.
Η εξελικτική επιστημολογία αντικαθιστά την καντιανή υπερβατικότητα με την βιολογική αναγκαιότητα. Τα όργανα του ανθρώπου είναι ενσαρκωμένες θεωρίες που είναι σε μεγάλο ποσοστό «ορθές», αλλιώς θα του έδιναν λανθασμένη πληροφόρηση και δεν θα είχε επιβιώσει το ανθρώπινο είδος.
Το καντιανό a priori αντικαθίσταται από το γενετικό a priori που κληρονομεί ο οργανισμός. Αλλά και αυτό το a priori στον άνθρωπο αποσυνδέεται από τους φορείς του και τροποποιείται μετά από κριτική συζήτηση. Και η καταγραφή του τροποποιημένου a priori στον «κόσμο 3» λειτουργεί ανατροφοδοτικά τόσο στο πολιτιστικό όσο και στο θεσμικό επίπεδο – τόσο στις τέχνες και τα γράμματα, όσο και στους νόμους και την πολιτική παράδοση.
Γιατί η κριτική είναι τόσο σημαντική
Πιο αναλυτικά σύμφωνα με την αρχή της διαψευσιμότητας μια πρόταση έχει νόημα όχι όταν επαληθεύεται, αλλά όταν εξακολουθεί να ισχύει παρ’ όλες τις αλλεπάλληλες και συστηματικές απόπειρες διάψευσής της. Όταν δηλαδή επιχειρούμε με διάφορες δοκιμασίες να κλονίσουμε το κύρος και την αλήθεια της. Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» ισχύει εφόσον αντέχει στις απόπειρές μας να την διαψεύσουμε. Όταν δηλαδή αναζητούμε κύκνους που δεν είναι λευκοί και δεν τους βρίσκουμε.
Παρά την λογική της δύναμη, η θεωρία του Πόπερ δεν φαίνεται να συμπίπτει με αυτό που έχουν την εντύπωση ότι κάνουν οι ίδιοι οι επιστήμονες, τουλάχιστον οι ασχολούμενοι με τις φυσικές επιστήμες. Οι ίδιοι θεωρούν ότι μια θεωρία τους «ισχύει» και «επαληθεύεται», έστω και μέχρις αποδείξεως του εναντίον. Και τελικά, αντιμετωπίζεται το ζήτημα σε ωφελιμιστική βάση, εφόσον η επιστήμη, έστω και χωρίς επιστημολογική τεκμηρίωση, οδηγεί σε βελτιώσεις (υγεία, μεταφορές, επικοινωνίες κ.ά.), οπότε γίνεται αποδεκτή ως ορθή, αφενός επειδή προέρχεται από επιστήμονες που έχουν τίτλους σπουδών και δουλεύουν μέσα σε πανεπιστημιακά εργαστήρια και ερευνητικά κέντρα κι άρα εγγυώνται μια «ποιότητα», και αφετέρου επειδή αξιοποιούνται τα αποτελέσματα αυτών των εργασιών από όλους, χωρίς επιστημολογικούς προβληματισμούς.
Αυτή η αντίληψη δεν διαφέρει φυσικά από εκείνη που προβάλλει κάθε θρησκευτικό ιερατείο για τον ρόλο του και κάθε ομάδα αστρολόγων για τις προβλέψεις του μέλλοντος – μόνο που, βέβαια, με την θρησκεία και την αστρολογία δεν βελτιώθηκε τίποτα στην ζωή των ανθρώπων. Η επιστημολογία (κι όχι η επιστήμη) είναι, όμως, ουδέτερη και διατείνεται ότι τίποτα δεν μας βεβαιώνει ότι μελλοντικά δεν θα ανατραπούν οι μέχρι σήμερα γνώσεις, π.χ. να εμφανιστεί ένας άσπρος κόρακας, και δεν θα επαληθευτούν οι υποσχέσεις των θρησκευτικών ιερατείων ή οι προβλέψεις του μέλλοντος από τους αστρολόγους.
Ο φιλόσοφος Καρλ Πόπερ πρότεινε έναν απλό τρόπο για να ξεχωρίζουμε την επιστήμη από την μεταφυσική. Στο βιβλίο του «Η λογική της επιστημονικής ανακάλυψης» εισάγει την έννοια της «διαψευσιμότητας». Για να είναι μια θεωρία επιστημονική πρέπει και να μπορεί να διαψευσθεί. Αλλιώς είναι μεταφυσική.
Για παράδειγμα, η θεωρία της εξέλιξης του Κάρολου Δαρβίνου είναι επιστημονική διότι εμπεριέχει τα εργαλεία διάψευσής της. Όταν ρωτήθηκε ο Βρετανός γενετιστής J.B.S. Haldane τι είδους αποδείξεις θα μπορούσαν να αντικρούσουν την εξέλιξη, απάντησε απλά: «Απολιθώματα κουνελιών την προκάμβρια περίοδο».
Η θεωρία της δημιουργίας δεν είναι επιστημονική διότι τα πάντα «είναι θέλημα Θεού». Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν δεινόσαυροι σήμερα είναι θέλημα Θεού. Το γεγονός ότι υπάρχουν χελώνες, οι οποίες είναι απαράλλαχτες από την εποχή των δεινοσαύρων είναι επίσης θέλημα Θεού. Όταν τα πάντα είναι θέλημα Θεού, αυτό το θέλημα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Ο Πόπερ δεν κάνει διάκριση στις αναλύσεις του μεταξύ φύσης και κοινωνίας, κατανοεί τις κοινωνικές διαδικασίες όπως τις φυσικές. Θεωρεί ότι δεν υπάρχει, ούτε στην φύση ούτε στην κοινωνία κάποιος μοιραίος ντετερμινισμός και υποστηρίζει ότι η γνώση υπάρχει μόνο στην μορφή της υπόθεσης, της εικασίας, οπότε ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανακαλύψει τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης.
Με βάση αυτή την ιδέα, η οποία ενισχύθηκε στην αντίληψη του Πόπερ από τα πορίσματα της Κβαντομηχανικής, κάθε θεωρία που διατείνεται ότι μπορεί να αποκαλύψει τις νομοτέλειες που διέπουν την ανάπτυξη της κοινωνίας, είναι «προφητισμός», μια θρησκευτική απόπειρα για πρόβλεψη του μέλλοντος. αυτές οι προβλέψεις γίνονται κατά προτίμηση με τρόπο που να ικανοποιούν τις κοινωνικοψυχολογικές ανάγκες του σήμερα. Πρόκειται δηλαδή για μια ανορθολογική προσπάθεια, ένα βλαβερό όνειρο που αποπροσανατολίζει από τα τρέχοντα προβλήματα και μεταφέρει την λύση τους στο εγγύς ή το απώτερο μέλλον – ο επουράνιος παράδεισος των θρησκειών σε «επίγεια» εκδοχή. Έτσι, ο μαρξισμός ταυτίζεται, ως «προφήτης» μια αταξικής, δίκαιης κοινωνίας, με την μεταφυσική μοιρολατρεία.
Οι επιστημολογικές απόψεις του Πόπερ βρέθηκαν αντιμέτωπες, με διαφορετική επιχειρηματολογία, με τις σχετικιστικές θέσεις του Thomas Kuhn και του Paul Feyerabend. Ο τελευταίος αμφέβαλε μάλιστα για την σκοπιμότητα και την αξία της επιστημολογίας γενικότερα. Ο Imre Lakatos διατύπωσε μια ανανεωμένη αντίληψη για της θεωρία της διαψευσιμότητας του Πόπερ, λαμβάνοντας υπόψη την κριτική του Kuhn.
Ο ίδιος ο Πόπερ δεν ήθελε να θεωρείται φιλόσοφος, γιατί πίστευε ότι με πρόσχημα την φιλοσοφία έγιναν τόσες παραπλανήσεις, ώστε θα έπρεπε να ντρέπεται κανείς … Ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος και, όπως λένε οι παλιοί συνεργάτες του, στις συζητήσεις ήταν ένας σφοδρός αντίπαλος. Αν και πεπεισμένος για την αξία του ορθολογισμού και την ανεκτινότητας, ήταν συχνά εκ προοιμίου βέβαιος ότι τα επιχειρήματά του ήταν τέτοια, ώστε ο συνομιλητής έπρεπε υποχρεωτικά να τα δεχθεί. Όταν συζητητές του ακόμη και μαθητές του εξέφραζαν διαφορετική άποψη, ο Πόπερ οργιζόταν αλλά μετά ζητούσε συγνώμη για την οργή του.
«Ας πεθάνουν οι θεωρίες στην θέση των ανθρώπων».
Η έννοια της ορθολογικής κριτικής σε συνδυασμό με την αρχή της σφαλερότητας μετατοπίζει το βάρος από την επιβολή στην βούληση και από την βία στο θεσμικό διάλογο που διεξάγεται αποκλειστικά μεταξύ «χειραφετημένων» ατόμων και με μοναδικό σκοπό την προσέγγιση της αλήθειας. Όλο το νόημα της «Ανοιχτής κοινωνίας» βρίσκεται στη στάση αυτή και στην πολεμική εναντίον εξουσιών και καθεστώτων που εμπνέονται από φιλοσοφίες οι οποίες στηρίζουν δογματικές στάσεις.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναρωτηθούμε γιατί η κριτική παίζει τόσο κεντρικό ρόλο στο σύστημα ιδεών του Πόπερ και γιατί η ανοιχτή κοινωνία ως οικολογική της εστία συνδέεται με την νεωτερικότητα και τον Διαφωτισμό;
Η σημασία της κριτικής για τον Πόπερ έγκειται σε μια πολύ απλή αρχή, η οποία όμως, όπως αποδείχθηκε, έχει μεγάλη δύναμη. Η αρχή περιέχεται σε μια φράση: «Ας πεθάνουν οι θεωρίες στην θέση των ανθρώπων».
Η κριτική νοείται ως θεσμική εφεύρεση για να διαχωρίζει ο (άνθρωπος) φορέας μιας θεωρίας (ιδεολογίας, προτεινόμενης λύσης κλπ.) από την ίδια την θεωρία. Αν μέσω της κριτικής εξέτασης θεωρηθεί λανθασμένη, εγκαταλείπεται (αναιρείται) χωρίς να θυσιαστεί ο φορέας ή οι φορείς της.
Η αποδοχή αυτής της αρχής σημαίνει – πέρα από οτιδήποτε άλλο –μια μεγάλη εξοικονόμηση δυνάμεων. Διότι δεν συνεπάγεται μόνον την επιβίωση των φορέων μιας (θεωρούμενης ως) λανθασμένης υπόθεσης, αλλά και την αντικατάσταση της πρακτικής εφαρμογής της με την κριτική συζήτηση. Η θεωρία καλείται να αποδείξει την ισχύ της, όχι θέτοντας σε δοκιμασία τον φορέα της, ούτε εφαρμόζοντάς την απευθείας και μετρώντας το κόστος της ενδεχόμενης αποτυχίας της, αλλά συζητώντας κριτικά πάνω σ’ αυτήν.
Αυτό, όμως, σημαίνει πάνω απ’ όλα την αποδοχή της αλήθειας ως τελικού κριτηρίου για την αποδοχή ή την απόρριψη μιας θεωρίας ή ιδεολογίας ή προτεινόμενης λύσης σε κάποιο πρόβλημα. Αυτό δεν συνειδητοποιείται πάντα, ίσως διότι η κριτική έχει ευρύτερο πεδίο δράσης από την διάψευση, εφόσον ασκείται όχι μόνο με μέτρο την αλήθεια, αλλά την εγκυρότητα, την απλότητα, το πληροφοριακό περιεχόμενο, την σαφήνεια διατύπωσης, την χρησιμότητα κλπ. μιας πρότασης ή μιας θεωρίας.
Η αντίσταση στην κριτική και στην ανοιχτή κοινωνία είναι φυσιολογική αντίδραση του ανθρώπου και παρατηρείται συχνά στην ιστορία, αλλά και στις καθημερινές του εμπειρίες. Η θεσμοθέτηση της δυνατότητας κριτικής, δηλαδή η εγκαθίδρυση της ανοιχτής κοινωνίας, είναι εκείνο που δημιουργεί πολιτικό και συγχρόνως πολιτιστικό πρόβλημα. Και η αντίσταση σ’ αυτήν ισοδυναμεί με καταπολέμηση ενός ανορθολογιστικού προτύπου οργάνωσης της κοινωνίας που επιτρέπει την εναλλακτικότητα των λύσεων, των θεσμών, των πεποιθήσεων, των γνώσεων και επομένως, την δυνατότητα αμφισβήτησης, την κινητικότητα και αντικαταστασιμότητα των υποθέσεων.
Ο Πόπερ τιμήθηκε με αναρίθμητα βραβεία σε πολλές χώρες και του απενεμήθη ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα σε δεκάδες πανεπιστήμια.(Ένα από αυτά ήταν και το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1993). Τα έργα του μεταφράστηκαν σε σαράντα γλώσσες. Και πολλοί είναι οι ηγέτες που τον συνάντησαν με δική τους πρωτοβουλία: οι Γερμανοί καγκελάριοι Χέλμουτ Σμιτ και Χέλμουτ Κολ, όπως και ο Γερμανός πρόεδρος Ρίχαρντ φον Βάιτσεκερ, ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας Ακιχίτο, ο πρωθυπουργός της Πορτογαλίας Μάριο Σοάρες, καθώς και ο πρωθυπουργός της Τσεχικής Δημοκρατίας Βάτσλαβ Χάβελ.
Ο Καρλ Πόπερ πέθανε στις 17 Σεπτεμβρίου του 1994. Είναι θαμμένος στο νεκροταφείο Λάνιτσερ της Βιέννης.
Τα σοφότερα λόγια του Καρλ Πόπερ
«Στην ζωή υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: οι αισιόδοξοι και οι απαισιόδοξοι. Οι απαισιόδοξοι έχουν συνήθως δίκιο. Αν όμως η ανθρωπότητα έφτασε ως εδώ, αυτό το χρωστάει στους αισιόδοξους.»
«Είναι αδύνατο να μιλήσεις με τέτοιον τρόπο ώστε να μην μπορείς να παρεξηγηθείς.»
«Πρέπει να επιδιώκουμε την ελευθερία και όχι μόνο την ασφάλεια, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, επειδή μόνο η ελευθερία μπορεί να καταστήσει την ασφάλεια ασφαλή.»
«Η γνώση μας μπορεί να είναι πεπερασμένη, ενώ η άγνοιά μας πρέπει απαραιτήτως να είναι άπειρη.»
«Η προσπάθεια να φέρουμε τον παράδεισο στην γη, οδηγεί, χωρίς εξαίρεση, στην κόλαση.»
«Η επιστήμη μπορεί να περιγραφεί σαν η τέχνη της συστηματικής υπεραπλούστευσης.»
«Μίλησα με τον Αϊνστάιν και παραδέχτηκε ότι η θεωρία του, στην πραγματικότητα, δεν είναι διαφορετική από αυτήν του Παρμενίδη.»
«Αν θα μπορούσε να υπάρχει σοσιαλισμός συνδυασμένος με την ατομική ελευθερία θα ήμουν ακόμη σοσιαλιστής. Τίποτα δεν είναι ωραιότερο από το να ζει κανείς ελεύθερα μέσα σε μια κοινωνία ισότητας. Πέρασε καιρός μέχρι να καταλάβω ότι αυτό δεν ήταν παρά ένα ωραίο όνειρο.»
«Η πραγματική άγνοια δεν είναι η απουσία γνώσης, αλλά η άρνηση να αποκτηθεί η γνώση.»
«Κάθε φορά που μια θεωρία εμφανίζεται ως η μόνη δυνατή, θεωρήστε το ως σημάδι ότι δεν έχετε καταλάβει ούτε την θεωρία ούτε το πρόβλημα που σκοπεύει να λύσει.»
«Η επιστήμη πρέπει να ξεκινά με μύθους και την κριτική αυτών των μύθων.»
«Ο καλύτερος τρόπος για να αξιολογείς μια ηγεσία είναι να διερωτάσαι τι σφάλματα είναι ικανοί να κάνουν.»
***
@Ηώ Αναγνώστου / miastala.com / 2010
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ & ΤΟΝ ΛΟΓΟ
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥΣ
ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΤΗΝ ΤΡΙΛΟΓΙΑ
“Η ΥΨΗΛΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΠΑΤΗΣΗΣ”
ΗΩ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ