Οι ιδιοκτήτες πετρελαιοφόρων στην Ελλάδα – το πιο ισχυρό κράτος στον κόσμο στον κλάδο της ναυτιλίας – μείωσαν την ποσότητα του ρωσικού αργού που μεταφέρουν, σε μια απόφαση που θα μπορούσε τελικά να διαταράξει τη ροή του πετρελαίου της Μόσχας, αναφέρει το Bloomberg.
Ο αριθμός των ελληνόκτητων δεξαμενόπλοιων που θα μεταβούν στη Ρωσία θα μειωθεί κατά 25% αυτό τον μήνα σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, ενώ από τον Ιούνιο έχει υποχωρήσει 60%, σύμφωνα με στοιχεία παρακολούθησης πλοίων που συγκεντρώθηκαν από το Bloomberg.
Αυτή η εξέλιξη ενδεχομένως να ανησυχήσει τους αξιωματούχους του Κρεμλίνου, επειδή η Ρωσία εξακολουθεί να χρειάζεται βοήθεια από ξένους φορείς εκμετάλλευσης πλοίων για να φτάσει το πετρέλαιο της στην παγκόσμια αγορά.
Νωρίτερα αυτό το μήνα, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανησύχησε ορισμένους ιδιοκτήτες δεξαμενόπλοιων ζητώντας τους να εξηγήσουν τι είχαν κάνει για να συμμορφωθούν με το ανώτατο όριο τιμών που αποφάσισε η Ομάδας των Επτά (G7) για το ρωσικό πετρέλαιο. Αξιωματούχοι από δύο εταιρείες με έδρα την Αθήνα δήλωσαν αμέσως μετά ότι προχωρούν με προσοχή ενώ αξιολογούν την κατάσταση.
Η προσοχή αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει το Bloomberg, τα οποία δείχνουν ότι τα ελληνικά δεξαμενόπλοια θα μετακινήσουν μόλις 15 φορτία του αργού πετρελαίου τύπου Urals από λιμάνια της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας το Νοέμβριο. Τον Οκτώβριο μετέφεραν 20 φορτία, σύμφωνα με το πρακτορείο.
Το ανώτατο όριο τιμών που αποφάσισε η G7 σημαίνει ότι εταιρείες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπεται να μεταφέρουν ρωσικό αργό μόνο εάν τα φορτία κοστίζουν 60 δολ. το βαρέλι ή λιγότερο. Παρά το γεγονός ότι η τιμή είχε εκτιναχθεί πάνω από αυτό το επίπεδο τον Ιούλιο, η μεταφορά του δεν σταμάτησε.
Η φαινομενική μείωση της ελληνικής συμμετοχής συνέπεσε με ενδείξεις ότι οι συνολικές εξαγωγές της Ρωσίας θα μειωθούν επίσης, αναφέρει το Bloomberg.
Είναι ακόμα πιθανό ότι ορισμένοι Έλληνες ιδιοκτήτες θα επιστρέψουν στο ρωσικό εμπόριο μόλις έχουν χρόνο να αξιολογήσουν πλήρως τις επιστολές του Υπουργείου Οικονομικών, προσθέτει το πρακτορείο.
Εάν οι τρέχοντες ρυθμοί των εξαγωγών συνεχιστούν και τα φορτία που έχουν ήδη προγραμματιστεί προχωρήσουν κανονικά, οι αποστολές αργού της Ρωσίας θα μπορούσαν να μειωθούν κατά περίπου 150.000 βαρέλια την ημέρα αυτόν τον μήνα. Αυτό είναι παρόμοιο με τη μείωση της ποσότητας πετρελαίου που θα μετακινήσουν τα ελληνικά τάνκερ, αν και είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η Μόσχα λαμβάνει τα δικά της βήματα για να περιορίσει την προσφορά μαζί με άλλα μέλη του OPEC+.
Τα ελληνόκτητα πλοία εξακολουθούν να μεταφέρουν περίπου το ένα πέμπτο όλων των ρωσικών φορτίων Urals και περίπου ένα στα επτά όλων των φορτίων ρωσικού αργού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αποστέλλονται από τερματικούς σταθμούς στις ακτές του Ειρηνικού και της Αρκτικής της χώρας, σύμφωνα με στοιχεία που έχει συγκεντρώσει το Bloomberg.
Η G7 επέβαλε το ανώτατο όριο των 60 δολαρίων στις αγορές αργού τον Δεκέμβριο του 2022, ενώ ακολούθησαν τα όρια για τα διυλισμένα καύσιμα τον Φεβρουάριο του 2023. Τα μέτρα αυτά απαιτούν από τους πλοιοκτήτες της G7 να λαμβάνουν βεβαιώσεις ότι το πετρέλαιο αγοράστηκε στην τιμή των 60 δολ. ή κάτω από το όριο. Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρητικά δεν τους επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες.
Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έστειλε πρόσφατα ειδοποιήσεις σε εταιρείες διαχείρισης πλοίων ζητώντας πληροφορίες για 100 πλοία που υποπτεύεται ότι παραβιάζουν τις δυτικές κυρώσεις για το ρωσικό πετρέλαιο. Οι επιστολές στάλθηκαν σε περίπου 30 εταιρείες που ελέγχουν τα πετρελαιοφόρα.
Ένα αντίγραφο μιας από τις επιστολές, το οποίο είδε το Bloomberg, ζητούσε εκτεταμένες πληροφορίες και τεκμηρίωση σχετικά με τις αποστολές και τις οντότητες που εμπλέκονται στις μεταφορές, ενώ απειλούσε με ποινές φυλάκισης αν όλοι οι εμπλεκόμενοι δεν συμμορφώνονταν πλήρως.
Αξιωματούχοι σε δύο ασφαλιστικές εταιρείες δήλωσαν επίσης ότι ο τόνος των συνομιλιών με τις αρχές έχει αλλάξει τις τελευταίες εβδομάδες, υποδηλώνοντας μια αυστηρότερη εφαρμογή του ανώτατου ορίου.
Οι αμερικανικές αρχές αποφάσισαν εξάλλου να επιβάλουν κυρώσεις κατά συγκεκριμένων πλοίων και των ιδιοκτητών τους. Μέχρι στιγμής, αυτές ήταν ελάχιστα γνωστές εταιρείες, με τις περισσότερες από αυτές να ανήκουν τελικά στη Sovcomflot, την κρατική ρωσική εταιρεία δεξαμενόπλοιων, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg.