Προφανώς η ΕΕ πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί από τις ΗΠΑ – τόσο όσον αφορά τον ενεργειακό της εφοδιασμό, όσο κυρίως την αμυντική της βιομηχανία, τις σύγχρονες τεχνολογίες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εν τούτοις οι ΗΠΑ μάλλον το γνωρίζουν, αφού πρέπει να έχουν προϋπολογίσει τις συνέπειες της νέας τους πολιτικής απέναντι στους συμμάχους τους – κάτι που φαίνεται καθαρά από το ότι, επιδιώκουν τη διάσπαση/διάλυση της ΕΕ στα επί μέρους κράτη της, χρησιμοποιώντας τα εσωτερικά κοινωνικοπολιτικά προβλήματα και τις διακρατικές αντιθέσεις που υπάρχουν, ιδίως απέναντι στη Γερμανία. Το επικρατέστερο σενάριο επομένως, είναι να παραμείνει η Ευρώπη αποικία της πρώην αποικίας της, των ΗΠΑ – με μεγάλες πιθανότητες να ληστευτεί.
Ανάλυση
Η ηγεσία της Ευρώπης, Κομισιόν και κυβερνήσεις, μας θεωρούν όλους, εάν όχι ανόητους, τότε οικονομικά αναλφάβητους – κρίνοντας από τις απειλές για αντίμετρα στους ενδεχόμενους δασμούς που εκτοξεύει εναντίον των ΗΠΑ.
Ειδικότερα, πιστεύει πως έχουμε πλήρη άγνοια, όσον αφορά τους εμπορικούς πολέμους σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη – στον οποίο αυτού του είδους οι πόλεμοι, είναι κάτι περισσότερο από δυσδιάκριτοι και πολύπλοκοι.
Για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αυτοκινήτων των ΗΠΑ δεν είναι άλλος από τη γερμανική εταιρία BMW – η οποία παράγει την πλειοψηφία των SUV της σειράς X στο Spartanburg της Νότιας Καρολίνας (πηγή). Από εκεί τα εξάγει σε 120 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ και της Γερμανίας – γεγονός που σημαίνει ότι, εάν η ΕΕ επέβαλε τιμωρητικούς δασμούς στα αυτοκίνητα που εισάγονται από τις ΗΠΑ, η βαυαρική BMW θα ήταν η πρώτη που θα επηρεαζόταν.
Από την άλλη πλευρά, τα ίσως πιο γνωστά «αμερικανικά προϊόντα», τα iPhone της Apple, δεν θεωρούνται καν εισαγωγές από τις ΗΠΑ, αλλά από την Κίνα – οπότε το έλλειμμα που προκαλούν με την Κίνα και καταγράφεται ως τέτοιο στις στατιστικές, είναι στην ουσία έλλειμμα με τις ΗΠΑ. Γιατί; Επειδή για τις εμπορικές στατιστικές, ο τόπος της τελευταίας σημαντικής εργασίας ή επεξεργασίας, είναι αυτός που τις καθορίζει – άρα καταγράφονται ως κινεζικές εισαγωγές, αφού η Κίνα είναι o παραπάνω τόπος για όλα τα προϊόντα της Apple.
Εάν λοιπόν η ΕΕ ήθελε να επιβάλει τιμωρητικούς δασμούς στη μεγαλύτερη τεχνολογική εταιρία του πλανήτη, στην Apple, δεν θα έπρεπε να το κάνει στις ΗΠΑ, αλλά στην Κίνα – κάτι που φυσικά θα της προκαλούσε άλλα προβλήματα.
Η κατάσταση τώρα είναι ακόμη πιο περίπλοκη, όσον αφορά τις υπηρεσίες – σημειώνοντας πως οι αντίστοιχες εταιρίες, όπως οι μεγάλοι τεχνολογικοί γίγαντες Alphabet (Google), Amazon, Meta (Facebook, Instagram), Microsoft και το τμήμα λογισμικού της Apple, πραγματοποιούν πωλήσεις εκατοντάδων δις € επίσης στην ΕΕ.
Εν τούτοις, με δεδομένο το ότι δεν παραδίδουν εμπορεύματα από τη χώρα Α στη χώρα Β με την κλασική έννοια του όρου, δεν είναι δυνατόν να τιμωρηθούν με τελωνειακούς δασμούς – πόσο μάλλον όταν οι δραστηριότητες αυτών των εταιριών στην ΕΕ, διοικούνται ούτως ή άλλως από ευρωπαϊκές θυγατρικές. Οι θυγατρικές δε αυτές έχουν συνήθως έδρα την Ιρλανδία (ανάλυση) – γεγονός που σημαίνει ότι, δεν καταγράφονται οι πωλήσεις τους στις στατιστικές εξωτερικού εμπορίου της ΕΕ και άρα ούτε στο εμπορικό ισοζύγιο με τις ΗΠΑ (επομένως το πλεόνασμα της ΕΕ απέναντι στις ΗΠΑ είναι σε κάποιο βαθμό πλασματικό – όπως επίσης το έλλειμμα με την Κίνα).
Το ίδιο ισχύει για τους πανίσχυρους χρηματοπιστωτικούς ομίλους των ΗΠΑ, όπως η BlackRock ή η Vanguard – οπότε οι δασμοί δεν θα είχαν καμία απολύτως ισχύ. Παρεμπιπτόντως εδώ, η κλασική θεωρία του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος του Ricardo, δεν έχει πια καμία εφαρμογή στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία – αφού οι επενδυτές που εκμεταλλεύονται τις συνθήκες μίας χώρας, όπως είναι οι χαμηλοί μισθοί, δεν είναι εγχώριοι, αλλά διεθνείς, όπως στο παράδειγμα της Apple με την Κίνα.
Το μειονέκτημα των παραγωγικών οικονομιών
Συνεχίζοντας, οι κλασικοί εμπορικοί πόλεμοι έχουν σχεδιαστεί με στόχο να κάνουν το παραδοσιακό εμπόριο φυσικών αγαθών πιο δύσκολο – μέσω των δασμών και διαφόρων άλλων εμπορικών φραγμών.
Σήμερα όμως, οι οικονομίες που παράγουν πραγματικά αγαθά και τα πουλούν σε άλλες οικονομίες, είναι παραδόξως πιο ευάλωτες – όπως κυρίως η Γερμανία και η Κίνα. Αντίθετα, οι ΗΠΑ είναι πολύ λιγότερο ευάλωτες, επειδή παράγουν λιγότερα – κάτι που ασφαλώς γνωρίζει ο Trump αλλά, όπως φαίνεται, μάλλον δεν έχει γίνει κατανοητό στη μερκαντιλιστική Γερμανία (ανάλυση) και στην ΕΕ, ούτε στην Κίνα, οι οποίες δεν στηρίζονται στην εσωτερική κατανάλωση, όπως οι ΗΠΑ.
Στα πλαίσια αυτά είναι ανόητη η πρόθεση της ΕΕ που, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, σχεδιάζει να επιβάλει 50% τιμωρητικούς δασμούς στις ΗΠΑ σε αμερικανικές μοτοσυκλέτες, σε ουίσκι bourbon και σε μηχανοκίνητα σκάφη – ως απάντηση στους δασμούς που εξήγγειλαν οι ΗΠΑ στο χάλυβα και στο αλουμίνιο. Γιατί; Επειδή στην ουσία αυτοί οι δασμοί είναι πρωτίστως συμβολικοί και άκρως πολιτικοί – λόγω του ότι αφορούν Πολιτείες των ΗΠΑ, στις οποίες ο Trump είχε ιδιαίτερα μεγάλη επιτυχία στις εκλογές (πηγή).
Εάν όχι ανόητη αυτή η πρόθεση, είναι τουλάχιστον πράξη απόγνωσης – αφού σε σύγκριση με τις Google, Apple, Microsoft κλπ., η Harley Davidson και η Jim Beam είναι αμελητέα μεγέθη. Πρόκειται βέβαια για τις μοναδικές εταιρίες που η ΕΕ μπορεί να τιμωρήσει με τους παραδοσιακούς δασμούς – αφού ασφαλώς δεν θέλει να διακινδυνεύει μία σοβαρή σύγκρουση με τις ΗΠΑ που, σε τελική ανάλυση, θα προκαλούσε τεράστια ζημία στον εαυτό της.
Η άλλη όψη του νομίσματος
Περαιτέρω, η παραπάνω εμπορική σύγκρουση της ΕΕ με τις ΗΠΑ, από την πλευρά της θεωρίας των παιγνίων, είναι η πιο κατάλληλη – ξεκινώντας από το γεγονός ότι, οι δασμοί στο χάλυβα και στο αλουμίνιο δεν αποτελούν υπαρξιακή απειλή για την ΕΕ, όπως ούτε για τις ΗΠΑ στις μοτοσυκλέτες, στο ουίσκι bourbon και στα μηχανοκίνητα σκάφη.
Ειδικότερα, οι ΗΠΑ εισάγουν αλουμίνιο σε μεγάλη κλίμακα από τον Καναδά – ενώ χάλυβα από τον Καναδά, το Μεξικό, τη Βραζιλία και τη Νότια Κορέα, με τις τελευταίες να προσεγγίζουν όλο και πιο πολύ την Κίνα. Αντίθετα, η ποσότητα χάλυβα που εξάγουν η Γερμανία και η Ολλανδία στις ΗΠΑ, είναι διαχειρίσιμη – οπότε ο εμπορικός πόλεμος της ΕΕ με τις ΗΠΑ, εάν τελείωνε εδώ, όπως συνέβη το 2018, δεν θα προκαλούσε κανένα πρόβλημα.
Από την άλλη πλευρά, όπως όλα δείχνουν, ο πρόεδρος Trump στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρεται «μόνο» για τους δασμούς – αλλά χρησιμοποιεί την εμπορική πολιτική ως όπλο, για να επιβάλει τη θέληση του σε άλλες χώρες. Ακριβώς αυτό άλλωστε συνέβη στην Κολομβία – την οποία ανάγκασε να δέχεται τους μετανάστες που απελαύνει, απειλώντας την με τελωνειακούς δασμούς.
Όσον αφορά δε τους δασμούς που επιβλήθηκαν αρχικά στο Μεξικό και στον Καναδά, ενώ στη συνέχεια ανεστάλησαν, είχαν ανακοινωθεί με στόχο να αυξήσουν οι γειτονικές χώρες την παρακολούθηση των συνόρων, να ελέγξουν τη μετανάστευση και να καταπολεμήσουν το λαθρεμπόριο των ναρκωτικών – κάτι που επετεύχθη.
Σε σχέση με την ΕΕ, είναι ξεκάθαρο πως ο Trump θέλει να αξιοποιήσει την τελωνειακή πολιτική, για να αναγκάσει τους Ευρωπαίους να αγοράζουν όπλα και LNG από τις ΗΠΑ – έτσι ώστε να ισχυροποιήσει την αμερικανική αμυντική βιομηχανία και να διατηρήσει τις τιμές του αμερικανικού φυσικού αερίου σε υψηλά επίπεδα, μέσω της αυξημένης ζήτησης. Γιατί; Προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομικά την εξαιρετικά εύθραυστη παραγωγή fracking στις ΗΠΑ και την ενεργειακή τους αυτάρκεια – αν και είναι απίστευτα επιβαρυντικό για το περιβάλλον (ανάλυση).
Άλλου είδους συγκρούσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την καρδιά της αμερικανικής οικονομίας, τη βιομηχανία τεχνολογίας, δεν έχουν ακόμη ξεσπάσει ανοιχτά – ενώ αφορούν κυρίως την προστασία των δεδομένων και τους κανονισμούς τεχνητής νοημοσύνης. Εάν όμως προκύψουν (εδώ υπεισέρχονται και τα οικονομικά συμφέροντα του Musk, ανάλυση), ο Trump είναι πολύ πιθανόν να χρησιμοποιήσει τους δασμούς, ως μοχλό πίεσης εναντίον της ΕΕ.
Η αδυναμία της ΕΕ
Συνεχίζοντας, η στρατηγική του Trump είναι προφανής και πολλά υποσχόμενη – ενώ απέναντι της η ΕΕ είναι με την πλάτη στον τοίχο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Το σημαντικότερο μειονέκτημα της ΕΕ είναι το σταμάτημα των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία – κυρίως λόγω της δολιοφθοράς στους Nord Stream που δεν προκάλεσε ο Trump, αλλά ενδεχομένως ο Biden (η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έχει ασφαλώς συνέχεια).
Την ίδια στιγμή, η ΕΕ έχει απομονωθεί από τη Ρωσία με τη «σφήνα» της Ουκρανίας (ανάλυση) – ενώ εξαρτήθηκε επί πλέον από τις αμερικανικές τεχνολογίες και οι δραστηριότητες της στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης είναι αμελητέες, πόσο μάλλον σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Όσον αφορά δε την πολιτική των εξοπλισμών, δεν φαίνεται να διαπραγματεύεται και να αποφασίζεται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες – αλλά στην Ουάσιγκτον.
Ακόμη και αν ήθελε λοιπόν η ΕΕ να διεξάγει έναν κλασικό εμπορικό πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ, δεν έχει κανένα όπλο – αφού η ΕΕ εξαρτάται από τις ΗΠΑ και όχι το αντίστροφο. Αυτό που της απομένει, είναι οι συμβολικοί δασμοί στα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα – κάτι που όμως θα μπορούσε μεν να γονατίσει μία εξαρτημένη αναπτυσσόμενη χώρα, αλλά όχι τις ΗΠΑ.
Αντίθετα, οι ΗΠΑ έχουν ένα ολόκληρο οπλοστάσιο πιθανών όπλων για έναν εμπορικό πόλεμο – ενώ ειδικά η ισχύς των τεχνολογικών εταιριών τους, καθώς επίσης του χρηματοπιστωτικού τους τομέα, είναι τεράστια. Πρόκειται στην ουσία για όπλα μαζικής καταστροφής (Fed, hedge funds, εταιρείες αξιολόγησης, ΔΝΤ κοκ.), τα οποία η ΕΕ δεν έχει καμία δυνατότητα να αντιμετωπίσει – γεγονός που σημαίνει ότι, εάν ο Trump ακολουθήσει μία σκληρή γραμμή, η ΕΕ είναι τελειωμένη.
Προφανώς οι δασμοί στο ουίσκι δεν πρόκειται να ωφελήσουν την ΕΕ, απέναντι στις ΗΠΑ που διαθέτουν οικονομικά αεροπλανοφόρα – όταν οι Ευρωπαίοι θυμίζουν μισόγυμνους ιθαγενείς που αμύνονται με τόξα και με βέλη. Λογικά επομένως εξευτέλισε τους ηγέτες της ΕΕ ο Αμερικανός αντιπρόεδρος, στη διάσκεψη ασφαλείας του Μονάχου – ενώ δεν τους έχει καν επιτραπεί να συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία. Εύλογα, αφού οι ΗΠΑ αποφεύγουν σαν το διάβολο την προσέγγιση της ΕΕ με τη Ρωσία – γνωρίζοντας πως αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για τις ίδιες.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, προφανώς η ΕΕ πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί από τις ΗΠΑ – τόσο όσον αφορά τον ενεργειακό της εφοδιασμό, όσο κυρίως την αμυντική της βιομηχανία, τις σύγχρονες τεχνολογίες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Εν τούτοις οι ΗΠΑ μάλλον το γνωρίζουν, αφού πρέπει να έχουν προϋπολογίσει τις συνέπειες της νέας τους πολιτικής απέναντι στους συμμάχους τους – κάτι που φαίνεται καθαρά από το ότι, επιδιώκουν τη διάσπαση/διάλυση της ΕΕ στα επί μέρους κράτη της, χρησιμοποιώντας τα εσωτερικά κοινωνικοπολιτικά προβλήματα και τις διακρατικές αντιθέσεις που υπάρχουν, ιδίως απέναντι στη Γερμανία.
Το επικρατέστερο σενάριο επομένως, είναι να παραμείνει η Ευρώπη αποικία της πρώην αποικίας της, των ΗΠΑ – με μεγάλες πιθανότητες να ληστευτεί. Η μεγάλη άλλωστε διαφορά της ΕΕ με τις ΗΠΑ είναι το ότι, εάν οι ΗΠΑ χρειαστούν χρήματα (πόρους κλπ.), μπορούν εύκολα να τα βρουν, αφού διαθέτουν όπλα – ενώ κανένας άοπλος δεν μπορεί να αποφύγει τη ληστεία του, από έναν οπλισμένο ληστή.
Ο μόνος τρόπος πάντως για να ξεφύγει η ΕΕ από την άνιση οικονομική και τεχνολογική ισορροπία δυνάμεων με τις ΗΠΑ, ανακτώντας την ανεξαρτησία της, θα ήταν η δημοσιονομική, τραπεζική και πολιτική ένωση της, σε συνδυασμό με την αύξηση της εσωτερικής της ζήτησης και τη συμμαχία της με τη Ρωσία – με μαζικές επενδύσεις στην σύγχρονη τεχνολογία και με αυτάρκη χρηματοπιστωτικά συστήματα. Σωστά λοιπόν λέγεται ότι, η ΕΕ θα πρέπει να ευγνωμονεί τον Trump που της έδειξε τη γύμνια της – εάν βέβαια καταφέρει να ξυπνήσει.
Σημείωση: Το ΔΝΤ εκτιμά ότι, τα εσωτερικά εμπόδια της Ευρώπης ισοδυναμούν με δασμούς 45% για τη μεταποίηση και 110% για τις υπηρεσίες – ενώ στο πιο καινοτόμο σκέλος των υπηρεσιών, το ψηφιακό, οι ρυθμιστικοί κανόνες εμποδίζουν την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών εταιρειών τεχνολογίας. Με απλά λόγια, οι «δασμοί» που επιβάλει η ΕΕ στον εαυτό της, είναι πολύ υψηλότεροι από αυτούς που ενδεχομένως θα της επιβάλουν οι ΗΠΑ.

