Στις 8 Φεβρουαρίου 2004 έγιναν στην Ελλάδα οι πρώτες ανοιχτές εκλογές για την ανάδειξη κομματικής ηγεσίας. Η καινοτομία ανήκει στο Πασόκ του Γιώργου Παπανδρέου, προβλήθηκε δε ως θρίαμβος της δημοκρατίας.
Αλλιώς τα θυμόμαστε εμείς που τα ζήσαμε. Το 2003, με τη δεύτερη θητεία του να πλησιάζει στο τέλος της και τη Νέα Δημοκρατία να καλπάζει, ο Κώστας Σημίτης αποφάσισε να παραμερίσει. Μήπως και το Πασόκ με καινούργια ηγεσία αυξήσει τα ποσοστά του. Η διαδοχή έγινε κατά τον πλέον φεουδαρχικό τρόπο. Ο Σημίτης κάλεσε ένα απόγευμα τον Γιώργο Παπανδρέου όχι στη Χαριλάου Τρικούπη αλλά στο σπίτι του και του φόρεσε το δαχτυλίδι. “Είναι ο δημοφιλέστερος υπουργός στις δημοσκοπήσεις…” εξήγησε. Του το χρωστούσε, υποστήριζαν οι κακές γλώσσες, επειδή ο ΓΑΠ τον είχε στηρίξει στο συνέδριο του 1996 έναντι του Τσοχατζόπουλου. Όπως και να έχει, ο λαός του Κινήματος εκλήθη να επικυρώσει απλώς την απόφαση της κεφαλής του. Και το έπραξε. Έδωσε στον Γιώργο Παπανδρέου, που ήταν άλλωστε και ο μοναδικός υποψήφιος, 99.7%.
Ακολούθησε μια εικοσαετία “άμεσης δημοκρατίας” στα κόμματα.
Το 2007, η τσιμενταρισμένη παπανδρεϊκή βάση του Πασόκ τιμώρησε τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος είχε την αποκοτιά να στραφεί εναντίον του “παιδιού της Αλλαγής”.
Το 2009, ο θεσμός της ανοιχτής ψηφοφορίας υιοθετήθηκε και από τη Νέα Δημοκρατία. Η Ντόρα Μπακογιάννη το δέχθηκε από υπερβολική μάλλον αυτοπεποίθηση. Ο Αντώνης Σαμαράς επιστράτευσε σύσσωμη τη λαϊκή Δεξιά και την πάτησε χάμω.
Εάν όταν η Ελλάδα πήγαινε στα βράχια βρίσκονταν στο τιμόνι της κυβέρνησης ο Βαγγέλης και στο τιμόνι της αντιπολίτευσης η Ντόρα, ίσως να είχαμε αποφύγει αρκετά δεινά. Η Ιστορία βεβαίως δεν γράφεται με υποθέσεις – ποιος μας λέει ότι το αντιμνημονιακό φλάμπουρο δεν θα το σήκωνε τότε ο Αντώνης, αποχωρώντας από τη μνημονιακή Νέα Δημοκρατία, όπως το είχε ξανακάνει το 1993;
Το Πασόκ εκτός από πρώτο διδάξαν υπήρξε κι εκείνο που έκανε τις περισσότερες ανοιχτές εκλογές για την ανάδειξη της ηγεσίας του. Να θυμηθούμε ονόματα υποψηφίων; Γεννηματά, Λοβέρδος, Ραγκούσης, Καμίνης, Θεοδωράκης…
Ο Σταύρος Θεοδωράκης θα ένωνε το “Ποτάμι” με το Πασόκ. Η κοίτη του “Ποταμιού” πότισε τελικά τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Χιλιάδες κεντρώοι πολίτες, μέχρι και κεντροαριστεροί, προσήλθαν στις κάλπες “#metonkyriako” και έβγαλαν νοκάουτ τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Εάν δεν το είχαν καταφέρει, ούτε απέξω δεν θα ξαναπερνούσαν από τη Νέα Δημοκρατία.
Εκεί ακριβώς έγκειται το πρόβλημα με την αμεσοδημοκρατική ανάδειξη ηγεσιών. Ότι ψηφίζει όποιος θέλει, καταβάλλοντας ένα γλίσχρο αντίτιμο, εγγραφόμενος εντελώς προσχηματικά μέλος ή δηλώνοντας απλώς φίλος. Ότι το κόμμα καταλήγει “μπάτε σκύλοι αλέστε”.
“Στις εκκλησίες, στους οίκους ανοχής και στα κόμματα δεν σου ζητάνε άδεια εισόδου” είχε πει, πάντα παιγνιώδης, ο Γεώργιος Παπανδρέου. Άλλο όμως να εισέλθεις, άλλο να πάρεις με το “καλημέρα σας” το κουμάντο. Όπως έκανε ο Στέφανος Κασσελάκης στον Σύριζα, με κωμικοτραγικές συνέπειες.
Είναι τα κόμματα υδαρείς οργανισμοί χωρίς καν προστατευτική μεμβράνη, που αλλάζουν σχήμα με το φύσημα του αέρα; Προφανώς όχι. Καθένα έχει τη νομενκλατούρα, τα επαγγελματικά στελέχη του, που -εξ απαλών ονύχων ζυμωμένα στις ίντριγκες και στις λυκοφιλίες- απολαμβάνουν και αναπαράγουν την εξουσία τους. Οι ανοιχτές εκλογές δίνουν απλώς την ευκαιρία στις αντιμαχόμενες ενδοκομματικές φράξιες να ενισχυθούν μαζεύοντας κόσμο κυριολεκτικά στο παραπέντε, κυριολεκτικά από τον δρόμο. Ο Κασσελάκης προωθήθηκε πέρυσι από το βαθύ κατεστημένο του Σύριζα και ψηφίστηκε από ανθρώπους παντελώς άσχετους με την Αριστερά – από έναν μόδιστρο, για παράδειγμα, που τον συνάντησα τυχαία στο Κολωνάκι και μου έπλεξε το εγκώμιο του Στέφανου. Όταν, φέτος, το βαθύ κατεστημένο αποφάσισε να τον κηρύξει έκπτωτο, ουδείς γύρεψε τη γνώμη του συμπαθούς μόδιστρου.
Ακούω και διαβάζω αναλύσεις για τα μελλούμενα στο Πασόκ. Εάν κερδίσει -λέει- ο Δούκας, ένα σεβαστό ποσοστό Συριζαίων θα εισπηδήσει στο Κίνημα, στο ίδιο Κίνημα που από το 2010 μέχρι το 2015 έβριζαν με τη χυδαιότερη γλώσσα. Εάν επικρατήσει η Διαμαντοπούλου, θα συμπορευτεί -κρατώντας κάποιες αποστάσεις για τα μάτια του κόσμου- με τη Νέα Δημοκρατία. Και ευχαρίστως θα συνεργαστεί μαζί της μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας. Ποιος θα πληκτρολογήσει την κατεύθυνση στο πράσινο gps; Ένα ακαθόριστης ταυτότητας και μεγέθους εκλογικό σώμα, που τελικά ουδεμία ευθύνη φέρει.
Παλιά τον αρχηγό του κάθε κόμματος αναδείκνυε η κοινοβουλευτική ομάδα του. Βυζαντινοπρεπής η σύγκρουση το 1981 μεταξύ Ράλλη και Αβέρωφ. Αντίστοιχου ύφους το 1996 ανάμεσα στον Σημίτη, τον Τσοχατζόπουλο και τον Αρσένη, με μπαλαντέρ τον Ιωάννη Χαραλαμπόπουλο. Εκλεκτορικό σώμα έγινε στη συνέχεια το συνέδριο. Κι αντί να μείνουν εκεί, άνοιξαν τα πορτοπαράθυρα, προσκύνησαν τη χάρη του “σοφού” λαού, ο οποίος ουδέποτε δήθεν σφάλλει.
Η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα με το αποδεδειγμένα εντονότερο ένστικτο αυτοσυντήρησης στην Ελλάδα, προβλέπει στο καινούργιο καταστατικό του ότι ο υποψήφιος πρόεδρος πρέπει να είναι βουλευτής. Καλό αυτό – η Βουλή παραμένει ευτυχώς ο φυσικός χώρος ένος πολιτικού ηγέτη, δεν έχει αντικατασταθεί από το instagram ή το tik-tok. Ψηφίζουν, προσθέτει, όσοι έχουν εγγραφεί ως μέλη το αργότερο δεκαπέντε ημέρες πριν από τις εκλογές. Εγώ θα έκανα τις δεκαπέντε μέρες, δεκαπέντε εβδομάδες. Ή και δεκαπέντε μήνες.
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας