Πληθωρισμός, ωρομίσθια και ανεργία
«Καρικατούρα: Έναντι χρημάτων, χιλιάδες ανθρώπινες ζωές – θύματα ενός οικονομικού πολέμου, ο οποίος όπως οι περισσότεροι πόλεμοι χάθηκε από μέσα..
- Ο ελληνικός πληθωρισμός δεν είναι ζήτησης, αλλά προσφοράς – οφείλεται δηλαδή στην ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς μας και στα καρτέλ. Όσον αφορά τα ωρομίσθια, καταντήσαμε τελευταίοι των τελευταίων στην ΕΕ σε πραγματικούς όρους – ενώ είμαστε η μοναδική χώρα, στην οποία μειώθηκαν και ονομαστικά, στο 3ο τρίμηνο του 2024.
- Τέλος, η μείωση του ποσοστού ανεργίας είναι πλασματική – επειδή δεν υπολογίζεται η μείωση του εργατικού δυναμικού λόγω του brain drain, ούτε η χαμηλή απασχολησιμότητα της χώρας μας σε σύγκριση με την ΕΕ..
Ανάλυση
Το πρώτο που διαπιστώνεται στο γράφημα που ακολουθεί είναι το ότι, με τόσο διαφορετικά ποσοστά πληθωρισμού σε κάθε χώρα, είναι σχεδόν αδύνατο να εφαρμοσθεί μία κοινή νομισματική πολιτική – όπως συμβαίνει στις χώρες της Ευρωζώνης. Εύλογα, αφού οι χώρες με υψηλό πληθωρισμό χρειάζονται αύξηση των βασικών επιτοκίων – ενώ αυτές με χαμηλό διατήρηση ή μείωση, για να μην οδηγηθούν σε αποπληθωρισμό.
Το δεύτερο πως οι χώρες με χαμηλό πληθωρισμό, όπως η Ιταλία ή η Ιρλανδία, κερδίζουν σε ανταγωνιστικότητα σχετικά με αυτές που έχουν υψηλό, όπως το Βέλγιο ή η Ελλάδα – με αποτέλεσμα να αυξάνεται το εμπορικό τους πλεόνασμα με την πάροδο του χρόνου, εις βάρος των άλλων που βυθίζονται σε αντίστοιχα ελλείμματα (σε παγκόσμια βάση, η σχέση πλεονασμάτων και ελλειμμάτων είναι μηδενικού αθροίσματος).
Με δεδομένο τώρα το ότι, η άνοδος των μισθών αυξάνει τον πληθωρισμό λόγω μεγαλύτερης ζήτησης, με κριτήριο το επόμενο γράφημα που αφορά την ονομαστική εξέλιξη των ωρομισθίων για το τρίτο τρίμηνο του 2024, προκαλεί εντύπωση το ελληνικό παράδοξο – με την έννοια πως, παρά το ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην ΕΕ με αρνητική εξέλιξη (-2,9%), έχει υψηλό πληθωρισμό. Στην ουσία από εδώ τεκμηριώνεται πως ο δικός μας πληθωρισμός δεν είναι ζήτησης, αλλά προσφοράς – ότι δηλαδή η ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς μας και τα καρτέλ, είναι η αιτία της ανόδου των τιμών.
Αυτός είναι ο λόγος της εξαθλίωσης των Πολιτών – επίσης του ότι καταντήσαμε τελευταίοι στην ΕΕ στους πραγματικούς μισθούς (=αφαιρουμένου του πληθωρισμού), στις συντάξεις και σύντομα στο κατά κεφαλήν εισόδημα, όπου σήμερα περνάμε μόνο τη Βουλγαρία (γράφημα) που όμως είναι σε ανοδική πορεία, ενώ εμείς σε καθοδική. Προξενεί βέβαια μεγάλη απορία το πώς γίνονται ανεκτές αυτές οι μειώσεις από τους Έλληνες εργαζόμενους, οι οποίοι φαίνεται πως έχουν συμβιβαστεί με τη μιζέρια – σημειώνοντας πως οι μεγαλύτερες αυξήσεις ήταν στη Ρουμανία (+17,1%), στην Κροατία (+15,1%), στην Ουγγαρία (+14,1%), στη Βουλγαρία (+12,7%) και στη Λετονία (+12,6%).
Παρά το ότι τώρα οι μισθοί στην Ελλάδα είναι εξευτελιστικοί, η χώρα μας έχει ένα από τα υψηλότερα κόστη εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά χαμηλή η παραγωγικότητα της εργασίας (στο 45% περίπου του μέσου της ΕΕ), από την οποία εξαρτώνται οι μισθοί – οπότε να αυξάνεται το εμπορικό μας έλλειμμα, λόγω ανόδου των εισαγωγών και πτώσης των εξαγωγών, έχοντας εκτοξευθεί στα 34,6 δις € το 2024.
Η αιτία της χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας είναι βέβαια η μη διεξαγωγή παραγωγικών και καινοτόμων επενδύσεων – κυρίως λόγω των καθυστερήσεων των δικαστικών αποφάσεων, του ασταθούς και μη ανταγωνιστικού φορολογικού μας συστήματος, καθώς επίσης της γραφειοκρατίας.
Σε κάθε περίπτωση η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα, όπως υπολογίζεται με βάση το ΑΕΠ ανά εργαζόμενο, αυξήθηκε ελάχιστα (από 38.800 σε 39.100 €) μεταξύ 2019 και 2023 – με τη χώρα μας να είναι στην προτελευταία θέση της ΕΕ, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία (γράφημα).
Κλείνοντας με την ανεργία, η κυβέρνηση θριαμβολογεί για την πτώση της στα επίπεδα προ μνημονίων – χωρίς όμως να αναφέρει ότι, η μείωση της ανεργίας δεν οφείλεται στην ικανότητα της Ελλάδας να δημιουργεί απασχόληση και παραγωγικότητα, αλλά στην τεχνητή μείωση του ποσοστού ανεργίας, μέσω της μείωσης του εργατικού δυναμικού. Η μείωση αυτή είναι παραπάνω από 300.000 άτομα σχετικά με την εποχή προ μνημονίων – λόγω της μαζικής μετανάστευσης των Ελλήνων (brain drain, γράφημα).
Η μετανάστευση βέβαια είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, ενώ στο εργατικό δυναμικό σήμερα περιλαμβάνονται οι 200.000 εργαζόμενοι συνταξιούχοι που δεν απαιτούν υψηλούς μισθούς – καθώς επίσης οι μετανάστες από άλλες χώρες που αντικατέστησαν τους Έλληνες, με πολύ χαμηλότερους μισθούς (αυτοί είναι δύο από τους λόγους της πτώσης των μέσων μισθών).
Παραδόξως πάντως, οι εργαζόμενοι στον τουρισμό στην Ελλάδα είναι διπλάσιοι από αυτούς στην Πορτογαλία – προφανώς επειδή ο αριθμός των τουριστών στη χώρα μας είναι διπλάσιος, αλλά με χαμηλότερα έσοδα από την Πορτογαλία και με συνεχώς μειούμενη μέση κατά κεφαλή κατανάλωση ανά τουρίστα.
Τέλος, η κυβέρνηση οφείλει να μετράει την ανεργία μαζί με την απασχολησιμότητα – όπου τον Ιούλιο του 2024 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα στις ηλικίες 15-64 ετών ήταν μόλις στο 62%, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι στο 70,1% και των χωρών της Ευρώπης στο 71% (γράφημα).
Εν προκειμένω, με δεδομένο το ότι ο αριθμός των Ελλήνων μεταξύ 15 και 64 ετών είναι περί τους 7.047.071 (πηγή), η διαφορά μεταξύ του 62% της Ελλάδας και του 71% της ΕΕ είναι 9% ή περί τα 634.000 άτομα – τα οποία στην ΕΕ υπολογίζονται στο εργατικό δυναμικό και στην ανεργία, ενώ στην Ελλάδα όχι. Επομένως, όταν μετρείται η ανεργία χωρίς την απασχολησιμότητα, τότε τα ποσοστά είναι πλασματικά.

