Οι μεταρρυθμίσεις της Γερμανίας που αποσκοπούν να πείσουν τους εργαζόμενους να συνταξιοδοτηθούν αργότερα δεν αρκούν για να ανακουφίσουν τη δημοσιονομική πίεση που ασκεί η ταχεία γήρανση του εργατικού δυναμικού, προειδοποίησε η Bundesbank.
Το σχέδιο του καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς να εισαγάγει φορολογικά κίνητρα για τους συνταξιούχους που συνεχίζουν να εργάζονται «πιθανότατα θα έχει περιορισμένο αποτέλεσμα» σε μια χώρα όπου η πρόωρη συνταξιοδότηση είναι ευρέως διαδεδομένη, ανέφερε η κεντρική τράπεζα.
Επιπλέον, επισήμανε ότι ο Μερτς δεν καταργεί τα υφιστάμενα οικονομικά κίνητρα που ενθαρρύνουν την πρόωρη συνταξιοδότηση.
«Τα βασικά μέσα της συνταξιοδοτικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων παραμένουν αχρησιμοποίητα», ανέφερε η Bundesbank στο τελευταίο μηνιαίο δελτίο της που δημοσιεύθηκε την Τρίτη.
Τα επόμενα χρόνια, η Γερμανία θα αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα τεστ για το πώς οι δυτικές οικονομίες μπορούν να αντιμετωπίσουν το δημοσιονομικό βάρος της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού.
Το συνταξιοδοτικό της σύστημα, που βασίζεται στην καταβολή εισφορών, θα αντιμετωπίσει αυξανόμενες πιέσεις χρηματοδότησης, καθώς 4,8 εκατομμύρια Γερμανοί ηλικιωμένοι αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν έως το 2035, με αποτέλεσμα τη μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 9%. Ακόμη και σήμερα, το 27% του προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης — 133 δισ. ευρώ το 2025 — χρησιμοποιείται για να καλύψει τα ελλείμματα του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος.
Η Γερμανία είναι μία από τις πολλές χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, που βασίζονται στα κρατικά συνταξιοδοτικά συστήματα για να εξασφαλίσουν εισόδημα στους πολίτες τους κατά την τρίτη ηλικία, παρά τις πρόσφατες προσπάθειες για την αύξηση των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων.
«Οι δημογραφικές εξελίξεις ασκούν σημαντική πίεση στην γερμανική αγορά εργασίας και στα δημόσια οικονομικά», προειδοποίησε η Bundesbank, προσθέτοντας ότι η «αύξηση της διάρκειας της επαγγελματικής ζωής» θα ήταν μια λύση. Μία επιλογή θα ήταν να συνδεθεί η νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης με την αύξηση του προσδόκιμου βίου, πρότεινε.
Η προκάτοχος του Merz, Angela Merkel, το 2007 αύξησε την νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 έτη, σε μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη κίνηση. Ωστόσο, προς το παρόν, η πλειονότητα των Γερμανών εργαζομένων συνταξιοδοτείται νωρίτερα. Σύμφωνα με την Bundesbank, αυτό οφείλεται σε μια σειρά οικονομικών κινήτρων. Οι εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει 45 έτη στην αγορά εργασίας μπορούν να συνταξιοδοτηθούν δύο έτη νωρίτερα χωρίς οικονομικές κυρώσεις.
Όσοι έχουν εργαστεί για λιγότερο από 45 χρόνια και επιθυμούν να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα πρέπει να αποδεχθούν περικοπές στις συντάξεις τους, οι οποίες, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Bundesbank, είναι υπερβολικά γενναιόδωρες. Σύμφωνα με την ανάλυση της κεντρικής τράπεζας, οι περικοπές για τους εργαζόμενους που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία θα πρέπει να είναι κατά ένα τρίτο υψηλότερες από τις σημερινές.
«Η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν προτίθεται να αλλάξει τους κανόνες για το δικαίωμα συνταξιοδότησης», σημειώνει η κεντρική τράπεζα στην έκθεσή της, προσθέτοντας ότι τα μέτρα που έχουν υποσχεθεί για την «ενίσχυση του δυναμικού του εργατικού δυναμικού και την παράταση της επαγγελματικής ζωής» δεν θα είναι «ποσοτικά σημαντικά».
Επισημαίνει έρευνες που δείχνουν ότι μόνο το 14% των ηλικιωμένων παραμένουν στην αγορά εργασίας για οικονομικούς λόγους. Πολλοί περισσότεροι το κάνουν επειδή τους αρέσει η δουλειά τους ή θέλουν να διατηρήσουν επαφή με τους συναδέλφους και άλλους ανθρώπους.
Επιμέλεια – Απόδοση: Τατιανή Σάγιεχ

