ΒΑΣΙΛΕΥΕ… “Σώπα ρε παππού, εσύ δεν ξέρεις, άλλη εποχή η δική σου” του Παύλου Α. Στράνα

ΒΑΣΙΛΕΥΕ… του Παύλου Α. Στράνα

“Σώπα ρε παππού, εσύ δεν ξέρεις, άλλη εποχή η δική σου.”

Έκανε λίγο στην άκρη, κουνώντας το κεφάλι απογοητευμένος. Αν άνοιγε το στόμα του, να τους διηγηθεί, μέχρι την δική τους ηλικία πόσα είχε ζήσει, τι τρέλες είχε κάνει, πόσες εμπειρίες είχε μαζέψει, δεν θα τον πίστευαν.

Τριάντα χρόνια ζωής τους, μία δική του εβδομάδα, αλλά τώρα, γέρασε… “Σώπα ρε παππού, εσύ δεν ξέρεις” Σωπαίνει. Τι να πει; Και αν πει, ποιος θα τον πιστέψει;

“Άσε μας ρε παππού, που θα μας πεις ότι ξέρεις και απ αυτά”, ήταν αυτό που άκουσε, όταν κάποια φορά, τόλμησε να πάρει μέρος σε κουβέντα για τους Ρόλινγκ Στόουνς, τον Τζιμ Μόρισσον, τον Χέντριξ, την Μπαέζ, τον Άσιμο, τον Σιδηρόπουλο, τους Πελόμα Μποκιού. Που να ξέρει; Αυτό είχαν να πουν μόνο, που να ξέρει.

Στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, την βραδιά που βρέθηκε ακριβώς δίπλα στον Μικ Τζάγκερ, τα Σαββατόβραδα, στη πλατεία στα Εξάρχεια παρέα με τον Νικόλα, να σιγοτραγουδάνε τον Μπαγάσα, στο Γούντστοκ, εκείνο το ονειρεμένο τριήμερο ελευθερίας που έζησε, την συναυλία των Μπήτλς που πρόλαβε στο Λονδίνο, τους Ντορς που χάζευε όρθιος μπροστά από την εξέδρα , πώς να τα διηγηθεί όλα αυτά;

Τα εγγόνια του τον γνώρισαν υπάλληλο της Τράπεζας ΜακεδονίαςΘράκης, ύστερα σαν διευθυντή, και τώρα σαν συνταξιούχο που καλλιεργεί ντομάτες, και πιπεριές, στο κήπο, που έρχονται κάθε Σαββατοκύριακο και παίζουνε.

Πήγε κατά τη ντουλάπα του. Έβγαλε το πικ απ, και τον ραδιοενισχυτή, πήρε τυχαία, ένα διπλό βινύλιο των Κουήνς, και έβαλε ν ακούσει τη bohemian rapsody. Βαρέθηκε να ψάχνει τα χιλια τριακόσια τόσα LP, και τα καμιά χιλιάδα σαρανταπενταράκια, για κάτι καλύτερο. Σαν τη μουσική, και η ζωή του.

Πάνω από χίλια τριακόσια LP, και καμιά χιλιάδα σαρανταπενταράκια, γεμάτα και από τις δύο πλευρές. Η δική τους άραγε; Θα καταφέρουν να γεμίσουν τουλάχιστον μία εξηντάρα κασέτα;

Γιατί αν κρίνει από τη μέχρι σήμερα ζωή τους, δυο τρία αυλάκια στο βινύλιο μπορούνε να γεμίσουνε, κι αυτά οι λίγοι. Οι πιο πολλοί, έχουν φέρει τη βελόνα πάνω από το βινύλιο, αλλά έχουν ξεχάσει να κατεβάσουν το μοχλό, για ν ακουμπήσει η βελόνα στα αυλάκια, και να τα διαβάσει…

Η βελόνα, ψηλά, η ζωή νε κάνει γύρους από κάτω, κι εκείνοι ξεχασμένοι, να μην κατεβάζουν τον μοχλό, να μην κατεβάζουν την βελόνα στ αυλάκια. Λυπόταν τους νέους, όχι γιατί είχαν κάνει κάτι κακό, αλλά γιατί δεν είχαν στη ζωή τους ευκαιρίες, πρότυπα, μύθους.

Άνοιξε τον υπολογιστή, και κάθισε βλέποντας την εικόνα που του υποδείκνυε το google. Ένα γατάκι να νιαουρίζει, προσπαθώντας να φοβίσει ένα γέρικο λιοντάρι.

Στο νου του η εικόνα γινόταν βίντεο, όπου το λιοντάρι υποχωρούσε αργά, αργά, μέχρι που το γατάκι πανηγύριζε, νομίζοντας πως νίκησε… Το λιοντάρι, γύριζε τα βλέμμα κατά τον ουρανό…

Βασίλευε…

ΠΑΥΛΟΣ Α. ΣΤΡΑΝΑΣ

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο