Υποβάθμιση ΗΠΑ από Moody’s: τρίτη και φαρμακερή;

Η υποβάθμιση του αμερικανικού αξιόχρεου από τη Moody’s σηματοδοτεί μια στιγμή εξαιρετικής βαρύτητας και σημασίας, όχι μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και ευρύτερα όλες τις διεθνείς αγορές. Το ότι πρόκειται για τον τελευταίο από τους τρεις “μεγάλους” (βασικούς) οίκους αξιολόγησης που απέσυρε το πολυπόθητο ΑΑΑ δεν είναι απλώς λογιστική λεπτομέρεια. Είναι απόδειξη και ιστορική καταγραφή μετατόπισης.

Η οικονομία που υποστήριξε την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου επί οκτώ δεκαετίες βλέπει πλέον τη χρηματοπιστωτική της αξιοπιστία να τίθεται υπό συστημική επανεκτίμηση. Ακόμη και αμφισβήτηση…

Οι λόγοι που επικαλείται ο οίκος αξιολόγησης δεν είναι πρωτότυποι, είναι όμως σωρευτικά αμείλικτοι: υψηλό δημόσιο χρέος, διογκούμενα ελλείμματα και αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης σε επίπεδα που αρχίζουν να ανταγωνίζονται τις κρίσιμες λειτουργικές δαπάνες του κράτους.

Αν συνυπολογιστεί ότι μέχρι το 2035 το χρέος αναμένεται να φτάσει στο 134% του ΑΕΠ και οι τόκοι να καταναλώνουν περίπου το ένα τρίτο των φορολογικών εσόδων, η εικόνα παρουσιάζει περισσότερο μια απομυθοποίηση, παρά μία προσωρινή παρένθεση όπως, εμμέσως πλην σαφώς, προσπαθεί να πείσει το προεδρικό περιβάλλον, με την συνήθη ρητορική της αυτοθαυμαζόμενης “σταθερότητας”.

Ίσως δε, το ενδιαφέρον πιθανότατα να βρίσκεται περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο υποδέχθηκε η ίδια η κυβέρνηση την υποβάθμιση παρά στο περιεχόμενό της. Ο Λευκός Οίκος επέλεξε να στοχοποιήσει τον συντάκτη της έκθεσης, όχι να αντικρούσει τα δεδομένα της.

Η επίθεση προς τον οικονομολόγο Μαρκ Ζάντι, με αναφορές στις πολιτικές του συμπάθειες, δείχνει ξεκάθαρα έναν φοβισμένο μηχανισμό που καταφεύγει στο εργαλείο της εσωτερικής πόλωσης παρά μια ηγεσία που επιδιώκει ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση της αξιοπιστίας της στις διεθνείς αγορές. Το πολιτικό αντανακλαστικό υπερίσχυσε του θεσμικού λόγου, για ένα καθαρά χρηματοοικονομικό ζήτημα. Κι αυτό λέει πάρα πολλά από μόνο του…

Όμως οι αγορές δεν λειτουργούν με όρους προσωπικών αντιπαθειών και πολιτικών πεποιθήσεων. Δεν τις ενδιαφέρει ποιος γράφει τις εκθέσεις, ούτε η προϊστορία του. Αντιδρούν με μετατοπίσεις κεφαλαίων, με ανατιμήσεις ή πτώσεις των αποδόσεων, με αναδιατάξεις στα νομισματικά αποθέματα. Το σήμα που εξέπεμψε η Moody’s, ανεξαρτήτως πολιτικών συγκυριών, είναι ένα και κρυστάλλινο: το κρατικό ρίσκο των ΗΠΑ (και άρα της παγκόσμιας οικονομίας) αυξάνεται αισθητά.

Αυτή δε η εκτίμηση, είτε το αποδέχεται η πολιτική ηγεσία είτε όχι, έχει ήδη μεταφραστεί στην πράξη. Η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου έχει φτάσει σε υψηλά δεκαετίας μ’ ότι αυτό σημαίνει για την εξυπηρέτηση του χρέους και την χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, οι θεσμικοί επανεξετάζουν το μείγμα των ασφαλών τους τοποθετήσεων και οι κεντρικές τράπεζες αναδυόμενων οικονομιών αποσύρουν σταδιακά την εμπιστοσύνη τους προς το δολάριο ως αποκλειστικό αγκυροβόλιο.

Δεν είναι τυχαίο ότι το περιθώριο για περαιτέρω δημοσιονομικούς ελιγμούς έχει σχεδόν εκλείψει. Με το Κογκρέσο να παραμένει βαθιά διχασμένο και την πολιτική αντιπαράθεση να εστιάζει μονίμως στη διαχείριση των συμπτωμάτων και όχι των αιτίων, η αμερικανική οικονομία κινείται σε έναν ορίζοντα χωρίς πυξίδα.

Οι παρεμβάσεις Τραμπ, με ανοιχτές απειλές προς τη Fed, δημαγωγικές υποσχέσεις για νέες φοροαπαλλαγές χωρίς αντίκρισμα και αλλοπρόσαλλες αναφορές σε πιθανή παύση πληρωμών του χρέους, δεν λειτουργούν κατευναστικά· λειτουργούν σαν επιταχυνόμενη αύξηση του ρίσκου μέσα σε ένα ήδη τεταμένο πλαίσιο. Αντί να αποκαθιστούν εμπιστοσύνη, εντείνουν την αίσθηση ότι ακόμη και οι θεσμοί δεν είναι δεδομένοι.

Τα υψηλά επιτόκια τείνουν να παγιωθούν, οι τόκοι εξυπηρέτησης καταναλώνουν αυξανόμενο μερίδιο των εσόδων και καμία πλευρά δεν δείχνει πρόθυμη να διατυπώσει ρεαλιστικό σχέδιο εξυγίανσης. Οι επενδυτές το γνωρίζουν. Οι αγορές το ενσωματώνουν. Οι αναλυτές το καταγράφουν. Μόνο η πολιτική ηγεσία της υπερδύναμης εμφανίζεται αποφασισμένη να προσποιείται ότι το πρόβλημα είναι προσωρινό και αφορά πολιτικές κάποιων άλλων.

Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η Moody’s αύξησε την προοπτική της Αμερικανικής οικονομίας σε σταθερή. Αυτό μεταφράζεται σε προειδοποίηση με προθεσμία, όχι σε καταδίκη. Η αξιολόγηση δεν αφαιρεί το status του “ασφαλούς καταφυγίου” από τις ΗΠΑ, αλλά τοποθετεί τον τίτλο σε δοκιμασία. Και όπως σε κάθε δοκιμασία εμπιστοσύνης, αυτό που θα μετρήσει στο τέλος δεν είναι η αντίδραση στην κριτική, αλλά η ικανότητα για πειστική διόρθωση πορείας.

Το παράδοξο είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ακόμη όλα τα εργαλεία στα χέρια τους για να ανακτήσουν το χαμένο ΑΑΑ: τεράστια βάση εσόδων, ανεπτυγμένη αγορά, κυριαρχία νομίσματος. Αυτό που λείπει δεν είναι οι δυνατότητες. Είναι η απόφαση να αντιμετωπιστούν οι αριθμοί με τη σοβαρότητα που απαιτούν και όχι ως εργαλείο πολιτικής διαχείρισης. Η άρνηση να αναγνωριστεί το πρόβλημα μπορεί να αποδειχθεί ακριβότερη από το ίδιο το πρόβλημα.

Οι αγορές δεν ενδιαφέρονται για τις αντιπαραθέσεις στο X. Δεν θα περιμένουν την αποκατάσταση της αξιολόγησης από κάποιον επόμενο πρόεδρο. Δεν ψηφίζουν, δεν χειροκροτούν, δεν εφησυχάζουν.

Απλώς προσαρμόζουν το κόστος δανεισμού. Και αυτό τελικά δεν ακυρώνεται ούτε με διαψεύσεις, ούτε με οργισμένες δηλώσεις. Ακυρώνεται μόνο με αριθμούς που παύουν να διαμορφώνονται ανεξέλεγκτα. Και με μια πολιτική τάξη που, αντί να απορρίπτει τον καθρέφτη, επιλέγει επιτέλους να τον κοιτάξει!

Πέτρος Λάζος, capital.gr

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο